Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Το αληθινό κυρίαρχο δίλημμα: κατοχή ή εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία;

Τι συμβαίνει στην πατρίδα μας; Όποιος βλέπει κατάματα την αλήθεια, ξέρει πολύ καλά ότι αυτό που συνέβη στις 25 Ιανουαρίου δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια αλλαγή φρουράς -μια πολύ ιδιαίτερη αλλαγή, οφείλουμε να ομολογήσουμε- στο καθεστώς κατοχής και δουλοπαροικίας. Ας δούμε κατάματα την αλήθεια. Πριν να είναι πολύ αργά για όλους μας.
Το 2009, και ενώ η κρίση χρέους έχει κορυφωθεί για την Ελλάδα, η κυβέρνηση Καραμανλή υποχωρεί, προκειμένου να αναλάβει το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου να μας πάει σε καθεστώς διασφάλισης των συμφερόντων των δανειστών. Είναι η τελευταία πράξη της δικομματικής εναλλαγής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στη μεταπολίτευση.
Από κει και πέρα, η ανάγκη προάσπισης των συμφερόντων των δανειστών, εξανάγκασε τα δυο κόμματα της εναλλαγής να ταυτιστούν σε μια συγκυβέρνηση, που βασίστηκε στην κατάλυση των βάσεων του πολιτεύματος και στην ευθεία επίθεση εναντίον της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών. Έτσι, η ιθύνουσα τάξη έχασε τη δυνατότητα της ομαλής δικομματικής εναλλαγής, πάνω στην οποία στηριζόταν σ’ ολόκληρη τη μεταπολίτευση η πολιτική της κυριαρχία.
Οι συνδυασμοί συγκυβέρνησης, μετά την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου, δείχνουν το μέγεθος της κρίσης διακυβέρνησης για την άρχουσα τάξη. Το καθεστώς κατοχής και η ένταση της κοινωνικής (και όχι μόνο) εξόντωσης της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, δεν επιτρέπει σε κανέναν συνδυασμό συγκυβέρνησης να επιβιώσει πολιτικά επί μακρόν, ή να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του. Η, έστω βουβή, οργή της κοινωνίας συσσωρεύεται και το πολιτικό προσωπικό, που είναι ταυτισμένο με το καθεστώς κατοχής, πρέπει να την παίρνει υπόψη της, για να μην αντιμετωπίσει μια κοινωνική εξέγερση, την οποία δεν θα μπορεί να ελέγξει.
Έτσι οι δανειστές εξαναγκάστηκαν να καλέσουν τις έσχατες εφεδρείες του πολιτικού συστήματος. Δηλαδή το αντιμνημόνιο. Κι έτσι επέτρεψαν να πάμε στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Από την πρώτη εβδομάδα μετά κιόλας τις εκλογές η κυβέρνηση Τσίπρα ξεκαθάρισε ότι θα μας πάει στα ίδια και χειρότερα. Ο λόγος δεν είναι στενά ιδεολογικός, όπως λένε οι θρησκόληπτοι της «υπεραριστεράς» που νομίζουν ότι ανακάλυψαν στον «οπορτουνισμό» το μοιραίο προπατορικό αμάρτημα, ή την αίρεση που οφείλει να συγκεντρώνει το ανάθεμα όλων των πιστών τέκνων του Καλβίνου. Ήταν κάτι αναπόφευκτο, πέρα από προθέσεις και επιθυμίες, από τη στιγμή που επέλεξε να κινηθεί με αυστηρότητα μέσα στα πλαίσια του ευρώ και της ΕΕ.
Έτσι η κυβέρνηση οδηγήθηκε στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, η οποία προβλέπει όχι μόνο παράταση της αποικιακής δανειακής σύμβασης, αλλά και την επιβολή των Θεσμών. Με άλλα λόγια θεσμοθέτησε την πολιτική επικυριαρχία πάνω στην Ελλάδα και στο λαό της, ακόμη και για τις τρέχουσες αποφάσεις κυβερνητικής πολιτικής. Κάτι που δεν τόλμησαν να κάνουν οι προηγούμενοι δοσίλογοι, γι’ αυτό και χρησιμοποιούσαν ως φύλλο συκής τη Βουλή.
Η νέα κυβέρνηση θεώρησε ότι οι Θεσμοί, στους οποίους έχει εναποθέσει τις πολιτικές αποφάσεις για ό,τι συμβαίνει στη χώρα, δεν αφορούν ούτε καν τη Βουλή, δεν είναι ούτε καν υπό την κρίση της Βουλής. Το πιο τρελό όνειρο των πιο αδίστακτων απάτριδων γραφειοκρατών της παγκόσμιας διακυβέρνησης έγινε αληθινό. Οι αντιμνημονιακοί κατόρθωσαν να ξεπεράσουν σε υποτέλεια και δοσιλογισμό ακόμη και τους προηγούμενους.
Τώρα μας οδηγούν, όπως ο ίδιος ο Τσίπρας έχει ομολογήσει, στην υπογραφή ενός νέου «συμβολαίου ανάκαμψης και ανάπτυξης» με τους Θεσμούς, που ανάλογό του έχει να γνωρίσει η χώρα από την εποχή του δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ. Δεν τίθεται θέμα πια μόνο για τις ασυλίες και την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας, αλλά για την ίδια την κρατική της υπόσταση. Ήδη η Βουλή, ο ακρογωνιαίος θεσμός της κρατικής υπόστασης της Ελλάδας, έχει μετατραπεί σ’ ένα άθλιο εκτελεστικό όργανο των θεσμών της ΕΕ. Δίχως καν το δικαίωμα να κρίνει τις βασικές συμφωνίες που κλείνει η κυβέρνηση με δαύτους.
Το «συμβόλαιο» αυτό, που θέλει να υπογράψει η κυβέρνηση Τσίπρα με τους Θεσμούς, θα αποτελέσει και την τελευταία πράξη του δράματος για την Ελλάδα, το λαό και το έθνος του, μιας και θα χάσει τα πάντα. Μαζί και το δικαίωμα στην κρατική του υπόσταση (statehood). Το σύνολο των κρατικών λειτουργιών (stateness) θα υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Θεσμών εξ Ευρώπης. Όπως μια πολιτεία στα πλαίσια μιας ομοσπονδίας με ενιαία κρατική υπόσταση.
Αν περάσει η υπογραφή αυτού του «συμβολαίου» κι ο ελληνικός λαός δεν αντιδράσει και δεν την ανατρέψει το ταχύτερο δυνατό, θα ανακαλύψει γρήγορα ότι κατοικεί σε ξένη χώρα, υπήκοος μιας αυτοκρατορίας που δεν αναγνωρίζει έθνη, λαούς και αυτοδιάθεση. Πρόκειται για τη μάχη των μαχών για την εθνική ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού. Ανάλογη σε ιστορική σημασία μόνο μ’ εκείνη της εθνικής παλιγγενεσίας.
Επομένως, πλησιάζουμε με ταχύτητα στο τέρμα της διαδρομής για όλους μας. Το αμέσως επόμενο διάστημα θα κριθεί αν υπάρχουν μέσα στην κοινωνία οι δυνατότητες ανατροπής αυτής της κατάστασης, ή όχι. Τουλάχιστον για μια μακρά περίοδο.
Ποια είναι η γενική στρατηγική των δανειστών;
Η επιλογή των δανειστών να επιτρέψουν στο αντιμνημόνιο να πάρει τη διακυβέρνηση της χώρας, ήταν λύση ανάγκης. Η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είχε εξαντλήσει το πολιτικό της κεφάλαιο. Όσο περισσότερο παρέμενε στη διακυβέρνηση και εξαναγκαζόταν να υπογράφει και να εφαρμόζει τα χειρότερα, τόσο περισσότερο ελλόχευε ο κίνδυνος της κοινωνικής έκρηξης. Κι αυτή τη φορά ίσως να μην μπορούσε να αντιμετωπιστεί, όπως έγινε το 2011 και 2012.
Η άνοδος της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι μια αναγκαία «παρένθεση» για τους δανειστές, προκειμένου να αναδιαταχθεί και να «εξιλεωθεί» στα μάτια του κόσμου το κομματικό και πολιτικό προσωπικό που είναι απόλυτα ταυτισμένο με τα συμφέροντα τους. Κι έτσι, αφού η τωρινή συγκυβέρνηση του αντιμνημονίου μας οδηγήσει -υπό καθεστώς διαρκούς εκβιασμού των δανειστών- στα πολύ χειρότερα και αφού ενδεχομένως έρθει αντιμέτωπη με κρίσεις ακόμη και εθνικές, χωρίς να μπορεί ούτε καν να τις διαχειριστεί, να δοθεί η δυνατότητα να ανακάμψουν οι «υπεύθυνες» δυνάμεις του μνημονίου ως «σωτήρες». Ίσως με νέα πρόσωπα, νέο περιτύλιγμα και νέα πολιτικά σχήματα.
Βρισκόμαστε στην καρδιά μιας επαναστατικής περιόδου
Έχουμε μπει πια στην καρδιά μιας περιόδου, όπου οι «από πάνω» δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως παλιά και οι «από κάτω» δεν θέλουν να κυβερνηθούν όπως πριν. Το κεντρικό αυτό πρόβλημα -τόσο για την ιθύνουσα τάξη, όσο και για τους πολίτες- δεν μπορεί να λυθεί με απλές εναλλαγές στη διακυβέρνηση του τόπου.
Ο λαός, από τη στιγμή που απέτυχε να λύσει το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα με τις μαζικές κινητοποιήσεις του στο δρόμο έως τις αρχές του 2012, αναγκαστικά πέρασε σε μια περίοδο πολέμου φθοράς και τριβής με την εξουσία, όπου θα έπρεπε να δοκιμαστούν στη διακυβέρνηση όλες οι αυταπάτες του. Καμιά διακυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί για πολύ. Το καθεστώς είναι υποχρεωμένο να δοκιμάζει και να «καίει» όλες τις πολιτικές εφεδρείες του. Να δοκιμάζει κυβερνήσεις και συγκυβερνήσεις, χωρίς να μπορεί να σταθεροποιήσει την πολιτική του κυριαρχία.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει κάτι πολύ απλό. Η περίοδος, στην οποία βρισκόμαστε, είναι από εκείνες τις αργές, βασανιστικές περιόδους, όπου το ένα μετά το άλλο όλα τα επίσημα κόμματα της μεταπολίτευσης δοκιμάζονται στη διαχείριση της εξουσίας, τρώνε αναγκαστικά τα μούτρα τους και επέρχεται η αλληλοκαταστροφή τους. Κι αφού συμβεί αυτό, μόνο τότε έρχεται η μεγάλη διαίρεση.
Δεν είναι λίγοι όσοι ονειρεύονται μια τεράστια συγκέντρωση στο Σύνταγμα, ένα γιουρούσι στη Βουλή και τελειώσαμε. Όσοι σκέφτονται μ’ αυτόν τον τρόπο απογοητεύονται γρήγορα και αρχίζουν το γνωστό τροπάρι: ο λαός δεν είναι ώριμος, δεν καταλαβαίνει, είναι ανόητος, κ.ο.κ. Κι επομένως δεν μπορεί να γίνει τίποτε, άδικος ο κόπος μας.
Κι έτσι, κάθε φάση βαθέματος της επαναστατικής κρίσης την εκλαμβάνουν ως ήττα, αφού δεν βλέπουν μάζες να κινητοποιούνται και να συγκρούονται στους δρόμους ή να συσπειρώνονται γύρω από ανατρεπτικές δυνάμεις. Αρνούνται να αντιληφθούν ότι η επαναστατική κρίση είναι πόλεμος φθοράς και τριβής, μέχρις ότου διαμορφωθούν οι αντίπαλοι στρατοί και υπάρξει τελικά η μεγάλη διαίρεση. Δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι όλα αυτά είναι μια βαθύτατα αντικειμενική διαδικασία και δεν έχει να κάνει με το τι πιστεύουν οι μάζες για τον εαυτό τους και την κατάσταση.
Έχει πρωτίστως να κάνει με το τι είναι υποχρεωμένες να κάνουν από την ίδια την κατάσταση. Κι όταν η κατάσταση οδηγεί αναγκαστικά τη μεγάλη πλειοψηφία στην αποκτήνωση, τότε κάνει την εξέγερση, την επανάσταση αναπόδραστη. Έστω κι αν κανείς δεν μπορεί εκ των προτέρων να προδικάσει ποια μορφή θα πάρει, ή ποια διαδρομή θα ακολουθήσει.
Η περίοδος της επανάστασης ξεκινά με τον ακριβώς αντίστροφο τρόπο, με τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, όπως επίσης και των επίσημων κομμάτων, σε κοινό μέτωπο ενάντια στην κυβέρνηση, που έτσι την απομονώνουν και την ανατρέπουν. Αυτό δεν έγινε με την ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου;
Μετά την ανατροπή αυτή, ξεκίνησε μια περίοδος, όπου όσα από τα επίσημα κόμματα υπάρχουν ακόμη, επιφέρουν αναγκαστικά αμοιβαία και με επιτυχία την αλληλοκαταστροφή τους. Πρόκειται για μια αναγκαία φάση πριν επέλθει η μεγάλη διαίρεση, όπου όλα μαζί τα επίσημα κόμματα θα πιαστούν χέρι-χέρι, θα εγκαταλείψουν τις προφάσεις και τις διαφορές τους, με τις οποίες ξεγελούσαν μέχρι χθες τα λαϊκά στρώματα, για να σταθούν σε κοινή παράταξη απέναντι στην καταπιεζόμενη κοινωνία. Κι έτσι, μαζί μ’ αυτή τη μεγάλη διαίρεση, θα έρθει και η ευκαιρία για τη δική μας εξουσία. Αρκεί να είμαστε παρόντες, έτοιμοι και με επίγνωση της κατάστασης.
Η ανάδειξη της κυβέρνησης του αντιμνημονίου ήταν ένα μεγάλο βήμα σ’ αυτόν τον πόλεμο φθοράς και τριβής. Όχι γιατί η νέα συγκυβέρνηση θα μπορούσε να καταφέρει το οτιδήποτε, αλλά γιατί εξ αντικειμένου ωθεί σε βάθος την αυτοκαταστροφή των επίσημων κομμάτων. Το αντιμνημόνιο πλέον είναι παρελθόν και ο δρόμος έχει ανοίξει για τη μεγάλη πραγματική διαίρεση: Ανάμεσα στις δημοκρατικές δυνάμεις της εθνικής ανεξαρτησίας από τη μια και από την άλλη όλες τις άλλες. Το μνημόνιο ή αντιμνημόνιο σαν πλαστό δίλημμα ξεθωριάζει στα μάτια του λαού. Κι έτσι ανοίγει ο δρόμος για να πάρει τη θέση του το αληθινό κυρίαρχο δίλημμα: καθεστώς κατοχής ή εθνική και κοινωνική απελευθέρωση.
Αν κάτι έχει προσφέρει η άνοδος της σημερινής συγκυβέρνησης είναι το γεγονός ότι τα αιτήματα της διαγραφής του χρέους, της εξόδου από το ευρώ, του νέου συντάγματος και γενικότερα το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία αναδεικνύεται σε θεμελιώδη διαχωριστική γραμμή μέσα στην ίδια την κοινωνία. Δεν έχει καμιά σημασία πόσο μπορούν να φοβίζουν, ή να ξεγελούν ακόμη την κοινωνία. Το πεδίο της αναμέτρησης έχει πια οριοθετηθεί.
Αν λοιπόν η ίδια η κατάσταση, η ίδια η πορεία της υφιστάμενης επαναστατικής κρίσης, οδηγεί σε μια μεγάλη διαίρεση, τότε αυτό που οφείλουμε να περιμένουμε είναι να συνθλιβούν όλες οι ενδιάμεσες, ή μεσοβέζικες δυνάμεις. Και τέτοιες είναι όλες εκείνες που αρνούνται να θέσουν στην πρώτη γραμμή το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία, που αρνούνται να θεμελιώσουν την πολιτική τους στην εθνική ενότητα του λαού για την ελευθερία της πατρίδας του. Από αυτή την επαναστατική κρίση, ή θα βγούμε με όρους κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας για την Ελλάδα, ή θα υποστούμε την πιο απόλυτη συντριβή σαν κοινωνία και σαν οικονομία στα πλαίσια της ευρωζώνης και της ΕΕ. Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.
Γιατί τα λέμε αυτά; Διότι δεν έχουν γίνει κατανοητά. Πολλοί από εμάς παραδέρνουμε σε μια «κοινωνία της εικόνας», όπου βλέπουμε μόνο αυτά που θέλει ο εχθρός να μας δείξει. Λειτουργούμε με εντυπώσεις και όχι προσπαθώντας να κατανοήσουμε όσα βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε ότι ο αγώνας είναι για «νοκ άουτ» και είναι αδύνατον να κερδηθεί στα «σημεία». Ούτε το σύστημα εξουσίας μπορεί να κερδίσει το λαό χωρίς να τον ρίξει «νοκ άουτ», ούτε ο λαός μπορεί να γλυτώσει αλλιώς. Τι θα χρειαστεί για να το καταλάβουμε;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο λαός μας μπήκε στην αρένα της μεγαλύτερης αναμέτρησης για τη ζωή του, χωρίς κανένα ουσιαστικό εφόδιο. Χωρίς δυνάμεις αφοσιωμένες σ’ αυτόν. Χωρίς οργάνωση. Χωρίς συνείδηση του εαυτού του, της ιστορικής του ταυτότητας. Με την ίδια την κοινωνική του συνοχή σε αποσύνθεση. Με όλα τα σχήματα που τον εκπροσωπούσαν έως πρόσφατα, συνδικάτα και κόμματα, να λειτουργούν ως εκμαυλιστές και δυνάστες του. Να υπηρετούν όλοι τους την «απόλυτη ιδέα του κράτους» με υπεξούσιο τον «ψηφολαό».
Δεν υπάρχουν «εκ φύσεως» επαναστατικές δυνάμεις μέσα στην κοινωνία. Ούτε στο λαό, ούτε στους εργάτες, ούτε σε κανένα άλλο κοινωνικό στρώμα. Η εκμετάλλευση και η καταπίεση, όσο αδίστακτη κι αν γίνεται, δημιουργεί μόνο κίνητρα, αλλά δεν μετατρέπει τα θύματά της αυτόματα σε επαναστάτες. Οι κοινωνικές δυνάμεις της επανάστασης αναδεικνύονται μόνο μέσα από τον αγώνα για τη δική τους αυτοτελή οργάνωση, για τα δικά τους ζωτικά και άμεσα αιτήματα, για τη δική τους ανεξάρτητη πανεθνική συνένωση. Χωρίς αυτόν τον αγώνα τα θύματα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης δεν μπορούν να ξεφύγουν από την κατάσταση του όχλου.
O Τζορτζ Ρόμπερτ Γκαμάζ, ο πρώτος σοβαρός ιστορικός του εργατικού κινήματος -αγωνιστής κι ο ίδιος - στη Βρετανία του 19ου αιώνα, έγραφε στα 1845: «Για μια επιτυχημένη επανάσταση δεν είναι ποτέ αρκετή η δυσαρέσκεια. Αυτό που απαιτείται είναι μια βαθιά και εμπεριστατωμένη πεποίθηση για το δίκαιο, την αναγκαιότητα και τη σπουδαιότητα των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων».
Ο γενικός ορισμός του αγωνιστή έχει δοθεί πριν πολύ καιρό και είναι πάντα ο ίδιος ανεξάρτητα ιστορικής συγκυρίας. Να πώς όριζε το τι είναι αγωνιστής ο Νικόλαος Δραγούμης, ήδη από την εποχή της παλιγγενεσίας: «Αγωνιστής ελέγετο ο προθύμως, απροφασίστως και αφιλοκερδώς υπηρετών υπέρ του αγώνος, ο αγογγύστως υποβάλλων εαυτόν εις πάσαν κακουχίαν, ο πεινών, ο γυμνητεύων, ο εις όρη και σπήλαια περιπλανώμενος, ο φειδόμενος των δημοσίων, ο μη αποβλέπων εις τίτλους, βαθμούς, παράσημα ή άλλας τιμάς, ο δυνάμενος να ζήση εν ευπαθεία εκτός της Ελλάδος, και όμως προτιμών να δεινοπαθή εν αυτή, ενί λόγω ο τιθέμενος υπεράνω του ιδίου συμφέροντος το κοινόν και αποθνήσκων υπέρ πατρίδος».
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο, σε μια ιστορική συγκυρία, που χρειαζόμαστε τέτοιου είδους αγωνιστές. Κι αυτοί δεν γεννιούνται -έστω κι αν το έχουν μέσα τους, ακόμη και χωρίς να το ξέρουν- δημιουργούνται μέσα από τη συλλογική δράση και την οργάνωση. Ούτε βοηθά η πολιτικοποίηση στις δήθεν επαναστατικές ιδεολογίες της μεταπολίτευσης. Αντίθετα, αυτός που έχει μάθει να διαβάζει και να δρα με βάση την πολιτικοποίηση σε δεξιά και αριστερά της μεταπολίτευσης, συνιστά στις περισσότερες περιπτώσεις οργανικό μέρος του όλου προβλήματος. Ανίκανος να αντιληφθεί σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε κι ανήμπορος να δράσει σύμφωνα με τις προκλήσεις των καιρών, δεν είναι παρά ένα πολιτικό ερείπιο του παρελθόντος που αρέσκεται να αντικαθιστά τον κομματικό πατριωτισμό με τον πατριωτισμό που έχει ανάγκη ο λαός.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε απ’ όλους αυτούς τους δήθεν μεγάλους επαναστάτες της ιδεοληψίας, ιδίως στην αριστερά, εκτός από τα χειρότερα. Χρειαζόμαστε απλούς ανθρώπους, ικανούς να αντιληφθούν το στοιχειώδες, το αυτονόητο, χωρίς τις αναστολές από δεξιές και αριστερές ιδεοληψίες. Εκεί, μέσα στην κοινωνία, είναι το προνομιακό μας πεδίο. Εκεί που βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Κι όχι να χάνουμε την ώρα μας περιμένοντας «διαφοροποιήσεις» από τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ, τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή δεν ξέρω κι εγώ από πού.
Σ’ αυτόν το δύσκολο αγώνα είναι λογικό να δοκιμαζόμαστε όλοι μας. Κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Δοκιμάζεται η αντοχή μας, η αφοσίωσή μας, η ικανότητά μας να κατανοούμε τις ποικίλες καταστάσεις, η δράση μας μέσα στον κόσμο. Σε συνθήκες όπου το βιοποριστικό είναι κυρίαρχο όσο ποτέ κι όπου η επιβίωση είναι αμφίβολη για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, λίγοι είναι εκείνοι που έχουν το θάρρος, αλλά και την ικανότητα να αντιληφθούν ότι ο αγώνας που δίνουμε είναι «υπέρ βωμών και εστιών».
Επομένως δεν είναι πάρεργο, αλλά κυρίως έργο για όσους έχουν τα κότσια να το επιλέξουν. Ένα έργο που οφείλει να ιεραρχείται πρώτο, να βρίσκεται πάνω από τα όποια προσωπικά προβλήματα και αδυναμίες. Πρόκειται για επιλογή ζωής πέρα από ιδεολογίες και ιδεοληψίες. Είναι αυτό που οφείλει ο καθένας μας απέναντι στον εαυτό του και στην κοινωνία. Ειδικά σε τόσο κρίσιμες συνθήκες. Κι όπως συμβαίνει πάντα, αυτοί που νιώθουν βαθιά μέσα τους αυτό το καθήκον, αυτό το κάλεσμα σε μάχη «νυν υπέρ πάντων», είναι πρωτίστως όσοι ξέρουν να ζουν χωρίς να σκύβουν το κεφάλι και χωρίς εξαρτήσεις από κάθε λογής εξουσίες. Πνευματικές και κοσμικές κάθε είδους.
Μέσα σε μια κοινωνία που λουμπενοποιείται μαζικά, που χάνει σταθερές κι αξίες -από τις ελάχιστες που της είχαν απομείνει- είναι φυσικό να κυριαρχεί όσο ποτέ η λογική αφ’ ενός της «αρπαχτής», αφ’ ετέρου της αγελαίας συμπεριφοράς στην πολιτική. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, όπως ζει, έτσι σκέφτεται. Η αθλιότητα γίνεται τρόπος ζωής και σκέψης. Και το θύμα της είναι ικανό για τα χειρότερα, για τις χειρότερες προδοσίες εαυτού και αλλήλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου