Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα: Η άλλη όψη της λιτότητας

του Λεωνίδα Βατικιώτη
Δάφνες φιλολαϊκής πολιτικής θα επιχειρήσει να δρέψει η κυβέρνηση με την καθιέρωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος που ξεκίνησε να εφαρμόζεται πιλοτικά το Σεπτέμβριο σε 13 δήμους και εντός του 2015 σχεδιάζεται να εφαρμοστεί σε όλη τη χώρα. Το ύψος του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος ξεκινάει από 200 ευρώ το άτομο και αυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Έτσι, οι έγγαμοι θα λαβαίνουν 100 ευρώ για κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας και 50 ευρώ για κάθε παιδί. Χαρακτηριστικά, ένα ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά θα λάβει 400 ευρώ.

Παρότι η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα στην προεκλογική περίοδο, που έχει ήδη ξεκινήσει επιχειρώντας, να κλείσει το χάσμα που έχει ανοίξει με τα λαϊκά στρώματα, η αλήθεια είναι πως η εφαρμογή του δεν πρόκειται να επιφέρει μια ουσιαστική βελτίωση των όρων ζωής σε εκατομμύρια πολίτες που επλήγησαν από την κρίση.
Πήραν το καρβέλι, επιστρέφουν ψίχουλα
Το ίδιο το ύψος της δαπάνης είναι αστείο, καθώς προβλέπεται ότι στην πλήρη εφαρμογή του, όταν θα καλύπτει το 7% του πληθυσμού που βρίσκεται σε ανάγκη, θα στοιχίσει στον κρατικό προϋπολογισμό 1 δισ. ευρώ. Ωστόσο μια ματιά στον κρατικό προϋπολογισμό αρκεί, για να φανεί ότι τα «πέτρινα χρόνια» των Μνημονίων από την κοινωνική πολιτική έχουν αφαιρεθεί πολλές δεκάδες δισ. ευρώ. Για παράδειγμα οι επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία το 2012 ανέρχονταν στα 13,44 δισ. ευρώ, ενώ για εφέτος έχουν προβλεφθεί 9,85 δισ. ευρώ. Σε τρία χρόνια δηλαδή αφαιρέθηκαν από τα ταμεία 4 δισ. ευρώ! Επομένως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μας επιστρέφει ένα μικρό, πολύ μικρό μέρος όσων χρημάτων μας στέρησαν οι πολιτικές λιτότητας από το 2010 και μετά.
Το ότι το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα θα συναγωνίζεται την αποτελεσματικότητα της ασπιρίνης στον καρκίνο, φαίνεται καθαρά, αν το αντιπαραβάλλουμε στην έκταση που έχει προσλάβει μέχρι σήμερα το κοινωνικό ζήτημα. Για παράδειγμα, ενώ κυβέρνηση και Τρόικα (ΕΕ, ΔΝΤ) διατυμπανίζουν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, την ίδια ώρα σφυρίζουν αδιάφορα απέναντι στο δράμα των ανέργων, καθώς μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα παίρνει επίδομα ανεργίας. Το ίδιο το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής παρατηρεί ότι «το πρώτο τρίμηνο του 2013, το επίδομα ανεργίας έλαβαν 233.000 άνεργοι όταν ο συνολικός αριθμός ανέργων ανερχόταν σε 1.355.000 άτομα, δηλαδή στο 17% του συνόλου. Το δεύτερο τρίμηνο του 2013 το ποσοστό δικαιούχων μειώθηκε περαιτέρω στο 12%». Αν ήθελαν επομένως να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη δυστυχία, το πρώτο που θα έπρεπε να κάνουν θα ήταν να επεκτείνουν τη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας (360 ευρώ για 12 μήνες πλέον 30 ευρώ για κάθε παιδί) σε όλους του ανέργους! Δεδομένου ότι το κόστος αυτού του μέτρου ξεπερνάει τα 5 δισ. ετησίως, είναι προφανές ότι όσο δίνεται προτεραιότητα στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς δεν υπάρχει πιθανότητα υλοποίησής του. Τεράστια είναι επίσης η απόκλιση μεταξύ των δικαιούχων του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και των φτωχών. Στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού αναφέρεται ότι 2,5 εκατ. άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας και 3,8 εκατ. βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας. Δηλαδή 6,3 εκατ. πολίτες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας ή σε κίνδυνο φτώχειας την ίδια ώρα που Σαμαράς και Βενιζέλος μιλούν για success story και υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια, για να αποφύγουν την σίγουρη εκλογική εξαφάνιση!
Αστείο είναι και το ύψος του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Τον Οκτώβριο του 2012 έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας είχε υπολογίσει σε 360 ευρώ το ύψος της εισοδηματικής ενίσχυσης που έπρεπε να λαμβάνει κάθε άτομο για να ξεφύγει από την ακραία φτώχεια, ενώ τετραμελής οικογένεια με δύο παιδιά έπρεπε να λαμβάνει 972 ευρώ. Προσοχή: όχι να ξεφύγουν από την φτώχεια, ούτε πολύ περισσότερο να ενσωματωθούν στην κοινωνία! Μόνο για να ξεφύγει από την ακραία φτώχεια, ένα άτομο χρειάζεται 360 ευρώ τον μήνα. Και το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δίνει περίπου τα μισά χρήματα, σε ένα μονοψήφιο κλάσμα όσων το έχουν ανάγκη…
Η κυβέρνηση βέβαια και οι συν αυτή, όπως το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, εμφανίζουν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ως ένα βήμα εξορθολογισμού της κοινωνικής πολιτικής. Σε αυτή την κατεύθυνση πλειοδοτούν σε επιθέσεις για την κατάσταση που ίσχυε μέχρι τώρα, στοχοποιώντας συχνά την πληθώρα επιδομάτων που προσθέτονταν στους μισθούς. Παραλείπουν ωστόσο να αναφέρουν ότι για πολλά χρόνια στο ελληνικό δημόσιο η εισοδηματική πολιτική είχε αντικατασταθεί από την… επιδοματική. Με κοινή συμφωνία του κράτους και συνδικάτων, αντί να προσαυξηθούν με αυξήσεις οι μισθοί, προσαυξάνονταν με επιδόματα.
Αρνητική εμπειρία από Γερμανία, Γαλλία
Αντίθετα με την Ελλάδα που είναι το μοναδικό κράτος μέλος της ΕΕ, το οποίο δεν έχει υλοποιήσει το μέτρο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, απ’ όλες τις υπόλοιπες χώρες υφίσταται χρόνια και αξιόλογη εμπειρία. Κοινή συνισταμένη όλων των σχετικών παραδειγμάτων είναι ότι η νέας κοπής κοινωνική πολιτική, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, συμπληρώνει και δεν αναιρεί την τάση διάλυσης του κοινωνικού κράτους που ήκμασε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Είναι ενδεικτικό για παράδειγμα ό,τι συμβαίνει στην Γερμανία με τα επιδόματα Χαρτζ 4 που καθιερώθηκαν ταυτόχρονα με τα μέτρα ελαστικοποίησης της εργασίας, τα οποία επιβλήθηκαν επί καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Πρώτο, όπως και στην Ελλάδα, είναι μικρό μόνο μέρος όσων στο παρελθόν έδινε το γερμανικό κράτος στους πολίτες του. Οπότε η τάση μείωσης των κοινωνικών δαπανών δεν αναιρείται. Το σημαντικότερο είναι ότι στο βαθμό που σημαντικό μέρος των επιδομάτων παρέχεται σε εργαζόμενους που δουλεύουν στις λεγόμενες «μικροδουλειές», που είναι κακοπληρωμένες και πλήρως ελαστικές θέσεις εργασίας, δεν πρόκειται για πολιτική επανένταξης, αλλά για μια πολιτική χρηματοδότησης, με λεφτά μάλιστα των φορολογουμένων, του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας και της πτώσης των μισθών. Έτσι το κράτος στηρίζει και η κοινωνία χρηματοδοτεί τους μισθούς πείνας σε μια εποχή, όπου πλέον η δουλειά έχει πάψει να ισοδυναμεί με την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Τέλος, αυστηρή προϋπόθεση για κάθε είδους ενίσχυση είναι η κατάργηση κάθε έννοιας ιδιωτικότητας και προσωπικού χώρου. Ελεγκτές των κοινωνικών υπηρεσιών στη Γερμανία, τη Γαλλία και άλλες χώρες εισβάλλουν απροειδοποίητα στα σπίτια των δικαιούχων ελέγχοντας ακόμη και το ψυγείο για να κρίνουν κατά πόσο η κατανάλωση συμβαδίζει με το δηλωθέν εισόδημα! Άπειρα παραδείγματα ανεπίτρεπτων πριν λίγα χρόνια προσβολών, που βοηθούν επιπλέον στο στιγματισμό των δικαιούχων, ώστε να μειώνονται κι οι σειρές στις αιτήσεις, αποδεικνύουν ότι εργαλεία όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα όχι μόνο συνάδουν με τη λιτότητα, αλλά ανοίγουν την πόρτα και  στο Μεγάλο Αδελφό.
Η εμπειρία που υπάρχει από το εξωτερικό είναι παραπάνω από σοκαριστική για το καθεστώς προσωπικής επιτήρησης των δικαιούχων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Αναφέρει για παράδειγμα ο συγγραφέας Maurizio Lazzarato στο βιβλίο του «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου» (εκδ. Αλεξάνδρεια), για τη Γαλλία: «Μια φορά το μήνα οι δικαιούχοι είναι υποχρεωμένοι να μιλούν για τον εαυτό τους (ή να τον  σκηνοθετούν) και να δικαιολογούν ό,τι κάνουν με τη ζωή και το χρόνο τους… Η κατασκοπία όσον αφορά την ιδιωτική ζωή του αιτούντα επιδόματα είναι αυτό που κάνουν όλο και περισσότερο οι υπάλληλοι της πρόνοιας, καθώς προϋπόθεση της δράσης τους είναι η ‘δυσπιστία’ απέναντι στους φτωχούς, τους άνεργους, τους επισφαλείς - όλοι τους εν δυνάμει ‘απατεώνες’ και ‘λουφαδόροι’. Τα ιδρύματα δεν αρκούνται να εισέρχονται στα μύχια της προσωπικότητας, να επιτηρούν τις συμπεριφορές των δικαιούχων, εισέρχονται κυριολεκτικά στην ιδιωτική ζωή των ατόμων. Οι άνθρωποί τους επισκέπτονται αυτόκλητοι τις κατοικίες των δικαιούχων για να ερευνήσουν και να εξετάσουν το στιλ ζωής τους: ένας υπάλληλος εμφανίζεται στην πόρτα, μπαίνει στο διαμέρισμα ή το σπίτι, επιθεωρεί τα δωμάτια, το μπάνιο, για να διαπιστώσει πόσες οδοντόβουρτσες υπάρχουν, ζητάει να δει τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού και του τηλεφώνου και τις αποδείξεις του ενοικίου, ρωτάει για τον τρόπο ζωής και προπάντων εξακριβώνει, αν ο δικαιούχος ζει μόνος. Πράγματι, αν υπάρχει σύντροφος, θεωρείται ότι ο δικαιούχος είναι σε θέση να καλύπτει τις ανάγκες του, κι έτσι τα επιδόματα αναστέλλονται».
Αυτή είναι η σκοτεινή, εξευτελεστική για τους ανθρώπους, πλευρά της κοινωνικής πρόνοιας την εποχή της κρίσης…

----------------------------------------------------------------------------

Η αλήθεια για το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» (24.02.2011)
του Δημήτρη Καζάκη
Μεγάλη συζήτηση γίνεται για το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» (ΕΕΕ) ως καινοτόμο πρόταση, η οποία υποτίθεται ότι έρχεται να απαντήσει στο πρόβλημα της απόλυτης φτώχειας. Σήμερα μάλιστα η παλιά αυτή επινόηση του συντηρητισμού -δηλαδή της παροχής κρατικών βοηθημάτων ενός «ελάχιστου ορίου διαβίωσης» ως απάντηση στην πιο απόλυτη εξαθλίωση- εμφανίζεται ως το άπαν της αριστερής πολιτικής και ως «πρόταση-κλειδί» για την ανακούφιση των «φτωχότερων από τους φτωχούς». Όμως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.
Μα τι το κακό μπορεί να υπάρχει στο να δοθεί κάποια ενίσχυση σ’ όσους υποφέρουν από τη φτώχεια; Κάτι τέτοιο ίσως να αναρωτηθεί κάποιος που δεν γνωρίζει το θέμα ή αντιμετωπίζει εξίσου ως καλή πράξη και την ελεημοσύνη προς τους αναξιοπαθούντες. Όταν κάποιος βρίσκεται μπροστά στο φάσμα της απόλυτης εξαθλίωσης, είναι διατεθειμένος να πιαστεί από παντού και να δεχτεί τα πάντα, τα λαϊκά συσσίτια, την οργανωμένη και μη φιλανθρωπία, τα καταφύγια των αστέγων, τη δουλειά με όρους κολίγου, ακόμη και το να σέρνεται νυχθημερόν στα γραφεία των πολιτικών και των διαφόρων παραγόντων για ένα διορισμό της κακιάς συμφοράς. Το γεγονός ότι κάποιος μέσα στην απόγνωσή του μπορεί να δεχτεί ακόμη και τη χειρότερη μορφή εξευτελισμού για ένα πιάτο φαγητό, για μια μίζερη εκδήλωση φιλανθρωπίας, να θεωρήσει τη χειρότερη προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως ευλογία, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρακτικές της ελεημοσύνης μπορούν να εξαγνιστούν ή να θεωρηθούν αναγκαίες πολιτικές για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Αν κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στην ελεημοσύνη προς τους φτωχούς και τις αναγκαίες πολιτικές εξάλειψης της φτώχειας, αυτό συμβαίνει, γιατί θεωρεί -έστω ασυνείδητα- ότι ο φτωχός είναι καταδικασμένος στη μοίρα του. Όπου φτωχός και η μοίρα του, κατά το γνωστό λαϊκό ρητό. Επομένως αυτός ο δύσμοιρος φτωχός, μπορεί να συγκεντρώνει όλη την άδολη συμπάθειά μας, αλλά θεωρείται υποχρεωμένος λόγω της κατάστασής του να κάνει όλων των ειδών τις εκπτώσεις -εκπτώσεις ως άνθρωπος, εκπτώσεις ως εργαζόμενος, εκπτώσεις ως πολίτης. Προπαντός όμως θα πρέπει να κάνει εκπτώσεις στα δικαιώματά του και αντί να διεκδικεί μια αξιοπρεπή διαβίωση -όπως αρμόζει όχι σε απλό υποζύγιο, αλλά σε κάθε εργαζόμενο άνθρωπο- θα πρέπει να αποδεχτεί να ζει στο όριο, στο όριο της πλήρους αθλιότητας, στο όριο των φυσικών του αναγκών. Αντί να διεκδικεί την ανατροπή της θέσης του, θα πρέπει να δεχτεί τον εξευτελισμό της εξάρτησής του από την κρατική ή μη φιλανθρωπία. Αυτό είναι το μικρό πρόστυχο μυστικό του ΕΕΕ.
Από την πρώτη στιγμή το ΕΕΕ υπήρξε προνομιακό πεδίο δημαγωγίας και πολιτικής υποκρισίας δίχως όρια. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολιτικές δυνάμεις νομής της εξουσίας ορκίζονται σ’ αυτό και το έχουν συμπεριλάβει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην πολιτική τους πρόταση, δίπλα ακριβώς στα μέτρα διαρκούς μονόπλευρης λιτότητας, υπονόμευσης της κοινωνικής ασφάλισης, χτυπήματος των συλλογικών συμβάσεων, καταβαράθρωσης του βασικού μισθού, απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, κ.ο.κ. Η προσπάθεια να μετατραπεί το ΕΕΕ σε κεντρικό ζήτημα της όλης συζήτησης για την κοινωνική πολιτική μας ήλθε απ’ έξω, πρώτα και κύρια από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη δεκαετία του ’90 το διευθυντήριο των Βρυξελλών επεξεργάστηκε μια σειρά οδηγίες για την εισαγωγή συστημάτων ΕΕΕ στις χώρες-μέλη ως αντίδοτο στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, κατοχύρωσης του βασικού μισθού και των ανελαστικών εργατικών δικαιωμάτων. Η εισαγωγή του ΕΕΕ είχε ως στόχο να ξεγελάσει και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση της Δανίας και των άλλων χωρών του «σκανδιναβικού μοντέλου», να εξαγοράσει τα πιο καταπονημένα στρώματα των εργαζομένων, ώστε να περιοριστούν οι αντιδράσεις στη γενικευμένη επίθεση ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση, το βασικό μισθό και τα εργατικά δικαιώματα, που συντονίζουν πανευρωπαϊκά οι Βρυξέλλες προς το συμφέρον μιας οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας.
Το ΕΕΕ εμφανίστηκε ως πολιτική ανακούφισης που δεν αφορά στους φτωχούς συνολικά ή στη φτώχεια γενικά, αλλά μόνο σε «όσους έχουν πραγματικά ανάγκη», αποκλειστικά στους «φτωχότερους των φτωχών». Με άλλα λόγια το ΕΕΕ θέτει εξ αρχής ως άμεση προϋπόθεση τη διαφοροποίηση της φτωχολογιάς σε δυο είδη, σ’ εκείνη που δεν έχει «πραγματική ανάγκη» υποστήριξης και σ’ εκείνη που έχει. Διαχωρίζει δηλαδή τους φτωχούς σε πρώτη και δεύτερη διαλογή -όπως περίπου γίνεται και με τα οπωροκηπευτικά- ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες των κυβερνώντων. Έτσι θεμελιώθηκε η επίσημη λογική ότι, για να αντιμετωπιστεί η πιο απόλυτη φτώχεια, αυτή που συνήθως ονομάζεται από τους γραφειοκράτες της εξουσίας ως «κοινωνικός αποκλεισμός», έπρεπε να υπάρξει μια αναδιανομή στα πλαίσια του υπάρχοντος «κοινωνικού κράτους» υπέρ των «φτωχότερων από τους φτωχούς» και σε βάρος όλων των υπολοίπων εργαζομένων, που στο όνομα όσων «έχουν πραγματική ανάγκη» έπρεπε να δεχθούν τη συντριβή όσων έχουν μέχρι σήμερα κατακτήσει και τους προφύλαγαν λίγο ως πολύ ως τάξη, ως σύνολο, από την πιο απόλυτη εξαθλίωση. Έτσι το παραδοσιακό σύνθημα της αναγκαίας αναδιανομής του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου προς όφελος των ασθενέστερων, που για δεκαετίες ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί οπαδοί της «οικονομίας της αγοράς» διακήρυσσαν ως το περιεχόμενο ενός μοντέρνου και κοινωνικά ευαίσθητου καπιταλισμού, μετατράπηκε στη σκληρή πραγματικότητα της αναδιανομής της φτώχειας και της εξαθλίωσης μέσα στα πλαίσια των ασθενέστερων τάξεων, δηλαδή στους κόλπους των ίδιων των εργαζομένων, προς όφελος της ανάπτυξης των ανοικτών αγορών και των υπερκερδών. Χαρακτηριστικό προϊόν αυτής της αναδιανομής αθλιότητας είναι όλα τα σχήματα ΕΕΕ που ισχύουν σήμερα στις χώρες-μέλη της ΕΕ, από τα πιο μίζερα και ασήμαντα, όπως είναι αυτό της Πορτογαλίας, έως τα πιο γενναιόδωρα, όπως είναι αυτό της Δανίας.
[…]
Το ΕΕΕ κατάγεται ιστορικά από την αντιδραστική φτωχοπρόνοια
Για τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, όσα μέτρα σχετίζονται εμφανώς με την όποια «κοινωνική ανακούφιση» των εργαζομένων, είτε πρόκειται για ιδιωτική και κρατική φιλανθρωπία, είτε για φτωχοκομεία και επιδόματα απορίας, είτε για κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, είναι το ίδιο πράγμα, όλα εντάσσονται στη σφαίρα της «κοινωνικής πολιτικής». Και αυτό γιατί όλα αυτά δεν συνιστούν τίποτε άλλο παρά ένα πρόσθετο «κόστος», που αναλαμβάνεται κάθε φορά για πολιτικούς, ηθικούς ή αφηρημένους ανθρωπιστικούς λόγους, παρόμοιους με εκείνους τους οποίους επικαλούνται οι εισηγητές του ΕΕΕ. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν πάντα τα μέτρα «κοινωνικής πολιτικής» να μην κατοχυρώνουν εργατικά δικαιώματα, ούτε να ενισχύουν τη διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων και των συνδικάτων τους στη σύγκρουση για το μισθό, τα ωράρια, τους όρους και τις συνθήκες εργασίας.
Όμως για την εργατική τάξη, για τους εργαζόμενους γενικά, δεν ήταν ποτέ όλα το ίδιο, δεν έμπαιναν ποτέ όλα στο ίδιο «τσουβάλι». Γι’ αυτό και στις εποχές ανόδου του το οργανωμένο εργατικό κίνημα αγωνίστηκε με πάθος ενάντια στην οργανωμένη φιλανθρωπία, τα φτωχοκομεία και τις παροχές βοηθημάτων ανέχειας, όπως ήταν το ΕΕΕ. Ήταν τόσο ασυμβίβαστη η φιλοσοφία των εργατικών διεκδικήσεων με τα επιδόματα ενός «ελάχιστου ορίου διαβίωσης» που το διαπίστωναν ακόμη και αστοί φιλελεύθεροι. Ένας από τους πιο διάσημους εισηγητές και τους πιο σοβαρούς θεωρητικούς του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Ισαάκ Ρούμπινοφ, έγραφε χαρακτηριστικά: «Η θεωρία του ‘Existenzminimum’ [του ελάχιστου ορίου διαβίωσης, στο οποίο στηρίζεται το ΕΕΕ, Δ.Κ.] βρίσκεται στη βάση πολλών συστημάτων παροχών. Ωστόσο υπάρχει ριζική διαφορά ανάμεσα στις δύο θεωρίες [της κοινωνικής ασφάλισης και του ΕΕΕ, Δ.Κ.] και ιστορικά τα συστήματα ασφάλισης αναπτύχθηκαν συχνά ως διαμαρτυρία εναντίον της αρωγής βοηθημάτων, εναντίον της αναποτελεσματικότητάς τους τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση, εναντίον του εξευτελιστικού χαρακτήρα τους και εναντίον της κοινωνικής αδικίας τους».[6] Και συνεχίζει εξηγώντας από τη σκοπιά ενός απλού κοινωνικού μεταρρυθμιστή τη ριζική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη φιλοσοφία του ΕΕΕ και της κοινωνικής ασφάλισης: «Ο σκοπός της αρωγής βοηθημάτων είναι η παροχή του αναγκαίου ελάχιστου για μια ζωή στο όριο της φυσικής ύπαρξης και μόνο. Στην πράξη παρέχουν λιγότερα ακόμη κι από αυτό. Ο ιδανικός σκοπός της κοινωνικής ασφάλισης, ο στόχος προς τον οποίο κατατείνουν τα καλύτερα τουλάχιστον συστήματα ασφάλισης (ενώ τα υπόλοιπα σιγά-σιγά ακολουθούν), είναι η αποτροπή και τελικά η εξάλειψη της φτώχειας και επομένως της ανάγκης για αρωγή βοηθήματος, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα στην ουσία του, αντί να περιμένει κανείς έως ότου αρχίσουν να γίνονται αισθητές οι συνέπειες της ανέχειας».[7]
Τι γνώριζε ο Ρούμπινοφ, που αρνούνται να αντιληφθούν οι σημερινοί αριστεροί απολογητές του ΕΕΕ; Ήξερε πολύ καλά ότι η λογική των ενισχύσεων στο επίπεδο του «ελάχιστου ορίου διαβίωσης» κατάγεται ιστορικά από την εκκλησιαστική και επίσημη μοναρχική φιλανθρωπία του Μεσαίωνα. Την εποχή της φεουδαρχίας, όταν ένας δουλοπάροικος έφευγε ή διωχνόταν από το φέουδο του άρχοντα και δεν έβρισκε άλλον αφέντη, τότε παραδιδόταν στην ελεημοσύνη της ενορίας. Οι εκκλησιαστικές αρχές και αργότερα οι τοποτηρητές του μονάρχη είχαν την ηθική υποχρέωση να συγκεντρώνουν χρήματα και είδη πρώτης ανάγκης για την «περίθαλψη» της φτωχολογιάς. Την εποχή εκείνη η έννοια «φτωχός» αφορούσε μόνο σε όσους δεν είχαν καμμιά άλλη διέξοδο εκτός από την επαιτεία.
Με τους μοναρχικούς πολέμους, τη διάλυση των συντεχνιών του Μεσαίωνα και την ευρύτατη μετατροπή των γαιοκτησιών σε βοσκοτόπια λόγω της αναπτυσσόμενης υφαντουργίας, οι ξεριζωμένοι δουλοπάροικοι, οι κατεστραμμένοι μικρογεωργοί, οι άνεργοι καλφάδες, οι στρατιώτες που επέστρεφαν από τον πόλεμο, κοκ. δημιουργούσαν μια διαρκώς αυξανόμενη τεράστια μάζα εξαθλιωμένων. Στις συνθήκες αυτές η ιδιωτική και τοπική φιλανθρωπία ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί στην «περίθαλψη» των φτωχών. Και έτσι ανέλαβε επίσημα το κράτος να αναπτύξει ένα σύστημα «φτωχοπρόνοιας», που στα αγγλικά ονομάστηκε poor relief και στα γερμανικά Armenpflege. Η «φτωχοπρόνοια» βασιζόταν σε τρεις θεμελιώδεις αρχές:
Πρώτο: Δεν αντιμετώπιζε το πρόβλημα της φτώχειας στο σύνολό της, αλλά μόνο την ανέχεια, τους πιο εξαθλιωμένους, αυτούς που στην Αγγλία ονόμαζαν «πόπερς» και στις γερμανικές χώρες «λούμπεν». Αυτούς, δηλαδή, που σήμερα ονομάζουν «κοινωνικά αποκλεισμένους» και «φτωχότερους των φτωχών».
Δεύτερο: Επίσημος στόχος της ήταν να διασφαλίσει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, τέτοιο που απλώς θα απέτρεπε τον εξαθλιωμένο από το να καταφύγει στην επαιτεία και να «ρυπαίνει» τους δρόμους με την παρουσία του. Όμως στην πραγματικότητα αποτελούσε ανέκαθεν λύση ανάγκης για την εξουσία, ιδίως σε εποχές που γίνεται πιεστική και γενικεύεται στην κοινωνία η απαίτηση για αποφασιστική αύξηση στους μισθούς και για πραγματική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων τάξεων.
Τρίτο: Δεν ασχολιόταν με τις αιτίες της φτώχειας, ούτε είχε σκοπό να διορθώσει κοινωνικές αδικίες και ανισότητες, αλλά να «περιθάλψει» τις πιο ακραίες μορφές αθλιότητας. Αντιμετώπιζε την ανέχεια όχι ως άμεση λογική συνέπεια της θέσης των εργαζόμενων και κυρίως της εργατικής τάξης στην αγορά εργασίας αλλά ως ασθένεια της κοινωνίας γενικά και στίγμα του πολιτισμού. Η ηθικολογική αντιμετώπιση της φτώχειας είχε ως στόχο να καλύψει «δι’ ενός πέπλου την κοινωνικήν κακοδαιμονίαν και παρεμπόδιζε την καταπολέμησίν της εις τας ρίζας της»[8], όπως σημείωνε εύστοχα ένας συντηρητικός μεν έντιμος δε θεωρητικός της «κοινωνικής πολιτικής» του μεσοπολέμου.
Πώς εκδηλωνόταν αυτή η «φτωχοπρόνοια»; Με τη δημιουργία ενός δικτύου φτωχοκομείων, γηροκομείων και φτωχοκάτεργων (στη Βρετανία έμειναν γνωστά ως poorhouses), όπου οι κατά τόπους αρχές έκλειναν όλους όσοι κρίνονταν ανήμποροι για προσοδοφόρα εργασία, όπως οι γέροντες, οι γυναίκες με ανήλικα παιδιά, τα ορφανά, οι άρρωστοι, οι ανάπηροι, κοκ. Τα ιδρύματα αυτά είχαν σκοπό να περιθάλπτουν με δαπάνες του δημόσιου ταμείου εκείνους που δεν μπορούσαν πια να βρουν εργασία ικανή να θρέψει τους ίδιους. Για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα εκείνων που σήμερα επιδιώκουν την επιστροφή στην «φτωχοπρόνοια», τα ιδρύματα αυτά δεν ήταν παρά τυπικά «δίκτυα ασφάλειας κατά της φτώχειας». Όμως δεν είναι τυχαίο ότι στη συνείδηση της εργατικής τάξης καταγράφηκαν ανεξίτηλα ως «κολαστήρια» και «Βαστίλες της εργασίας».
Στα τέλη του 18ου αιώνα στη Βρετανία η «φτωχοπρόνοια» διαφοροποιήθηκε σε indoor relief, δηλαδή σε «φτωχοπρόνοια εντός ιδρύματος» και σε outdoor relief, «φτωχοπρόνοια εκτός ιδρύματος». Τι ήταν η τελευταία; Ήταν ένα εισοδηματικό βοήθημα που δινόταν στις πιο φτωχές οικογένειες εργατών, κυρίως των εργατών γης, ώστε να καλυφθούν οι πιο στοιχειώδεις ανάγκες ενός «ελάχιστου επιπέδου ζωής», δηλαδή να αντιμετωπιστεί το φάσμα της πείνας. Το πρόσθετο αυτό εισόδημα δινόταν από τα φορολογικά έσοδα κάθε ενορίας ή δήμου, τα οποία συγκεντρώνονταν μέσα από την ενιαία φορολογία όλων των εισοδημάτων της περιοχής είτε προέρχονταν από ιδιοκτησία είτε από εργασία. Το ύψος αυτού του βοηθήματος προσδιοριζόταν σύμφωνα με την αγοραία τιμή ορισμένων ειδών πρώτη ανάγκης, κυρίως του ψωμιού, αλλά και με βάση τον αριθμό των παιδιών ανά οικογένεια. Αυτή η εισοδηματική ενίσχυση, που συνιστά την πρώτη ιστορικά επίσημη εφαρμογή του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», υιοθετήθηκε για πρώτη φορά ως πολιτική «κατά της φτώχειας» το 1796 από την αντιδραστική κυβέρνηση των τόρυδων με σκοπό, όπως έλεγε ο πρωθυπουργός της, Γουίλιαμ Πιτ, «να αφοπλιστούν οι Γιακωβίνοι από τα πιο επικίνδυνα όπλα τους».[9] Αυτό που κυριολεκτικά έτρεμε ο Πιτ ήταν μήπως και κάτω από την πίεση της ανέχειας οι εργάτες αψηφήσουν τις δρακόντειες απαγορεύσεις και την άγρια καταστολή, συνενωθούν σε οργανώσεις και να διεκδικήσουν τα δικά τους αιτήματα, όπως ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και πολιτικά δικαιώματα. Η Βρετανία είχε ξεκινήσει έναν μακρόχρονο πόλεμο ενάντια στη Γαλλία με σκοπό να πνίξει μια για πάντα το «μίασμα» του γιακωβινισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και η αντιδραστική κυβέρνηση των τόρυδων βιαζόταν να κλείσει στο εσωτερικό κάθε «εκκρεμότητα» που θα μπορούσε να πυροδοτήσει κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα στα μετόπισθεν.
«Υπήρχε μια γενική απαίτηση», μας εξηγούν δύο συντηρητικοί ιστορικοί της αγγλικής οικονομίας στα τέλη του 19ου αιώνα, «η οποία βρήκε υποστηρικτές σε πολλά επίπεδα, για τη ρύθμιση των μισθών με μεταβλητές κλίμακες, έτσι ώστε ο εργάτης να αποκτήσει μεγαλύτερη δυνατότητα για την αγορά τροφίμων. Όμως αυτό το σχέδιο, αν και πραγματοποιήσιμο, θεωρήθηκε ότι δεν ήταν πρακτικό ως μέτρο ανακούφισης. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να αυξήσει την ενεργό ζήτηση για σιτηρά, ακόμη και όταν ανέβαινε η τιμή τους, και έτσι κάθε νέα αύξηση των μισθών θα οδηγούσε σε νέα άνοδο των τιμών. Η διέξοδος από τη δυσκολία, που τελικά υιοθετήθηκε, ήταν κατάφορτη με καταστροφικές συνέπειες για την εξαθλίωση του αγροτικού πληθυσμού. Αυτό ήταν το σύστημα που εισήγαγαν το 1795 οι δικαστές του Μπέρκσαϊρ με την επιδότηση των τροφίμων προς ενίσχυση των πενιχρών αποδοχών του εργάτη. Φάνταζε σαν να ήταν ο δρόμος της κοινής λογικής για την αντιμετώπιση της δυσκολίας, με τον πιο άμεσο τρόπο και τη μικρότερη δυνατή αναταραχή στην ομαλή λειτουργία του εμπορίου».[10]
Με άλλα λόγια, η πρώτη εφαρμογή του ΕΕΕ στην ιστορία ήρθε ως απάντηση της αντίδρασης στη «γενική απαίτηση» για εισαγωγή ενός μισθολογικού συστήματος αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, για να αντιμετωπιστεί το κύμα ακρίβειας και αισχροκέρδειας, που οδηγούσε μαζικά τις εργατικές οικογένειες στην ανέχεια. Έτσι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο γνωστός μύθος ότι «η άνοδος των μισθών οδηγεί στον πληθωρισμό», ώστε να ενοχοποιηθούν για την τραγική κατάσταση οι μισθολογικές απαιτήσεις των εργαζομένων και να αποενοχοποιηθεί η κερδοσκοπία των εμπόρων, των βιομηχάνων και των γαιοκτημόνων, που την εποχή του πολέμου είχε ξεπεράσει κάθε όριο.
Μια ιστορία με πολλά διδάγματα για σήμερα
Έχει σημασία να αναφέρουμε ότι αυτή η πολιτική των τόρυδων προκάλεσε αντιδράσεις και από τα «δεξιά» και από τα «αριστερά». Ο γνωστός Έντμοντ Μπερκ, ο μεγάλος πολέμιος των ιδεών της γαλλικής επανάστασης και φανατικός οπαδός του ολοκληρωτικού πολέμου εναντίον της, αντέδρασε έντονα εναντίον της πολιτικής του ΕΕΕ, λέγοντας ότι δεν ήταν στην ευχέρεια της κυβέρνησης ή ακόμη και των πλουσίων «να προμηθεύσουν τους φτωχούς με τα απαραίτητα που η ευαρέσκεια της Θείας Πρόνοιας» τους είχε στερήσει. Θα πρέπει να φανούμε λογικοί, έγραφε, «δεν πρέπει να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην παραβίαση των νόμων του εμπορίου, οι οποίοι είναι νόμοι της φύσης και επομένως νόμοι του Θεού, ώστε να απαλύνουμε τη θεία δυσαρέσκεια και να απομακρύνουμε την όποια δυστυχία μας κατατρέχει ή επικρέμεται πάνω μας»[11]. Η πολιτική «ανακούφισης» της φτωχολογιάς στιγματίστηκε ως επιδότηση της τεμπελιάς, ως πριμοδότηση ενός «περισσευούμενου πληθυσμού», που η «θεία πρόνοια» και η ίδια η «φύση» δεν είχαν προνοήσει για τη συντήρησή του.
Από την άλλη οι φιλελεύθεροι αστοί του κόμματος των Ουίγων, με επικεφαλής τον Τσαρλς Φοξ, κατέθεσαν στο κοινοβούλιο μια πρόταση νόμου που θεωρήθηκε ανίερη προσβολή στα «ιερά και όσια» της κυρίαρχης πολιτικής: Ζητούσαν να εισαχθεί η νομοθετική κατοχύρωση ενός βασικού μισθού για όλους τους εργαζομένους, το επίπεδο του οποίου θα αναπροσαρμοζόταν ανάλογα με την εξέλιξη του τιμαρίθμου στα βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης. Για τους φιλελεύθερους του Φοξ αυτός ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης σε αντίθεση με τα κάτεργα της «φτωχοπρόνοιας» και τα άθλια επιδόματα πτωχοκομείου. Ωστόσο η πρόταση αυτή για βασικό μισθό ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με την όλη φιλοσοφία διαμόρφωσης των μισθών την εποχή αυτή. Η εργοδοσία και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι θεωρούσαν ανήκουστο να πληρώνουν μισθούς που θα έπρεπε να καλύπτουν όχι μόνο τις τρέχουσες ατομικές ανάγκες του εργάτη αλλά και αυτές της οικογένειάς του. Η μόνη λύση, την οποία έβλεπαν για την κάλυψη των αναγκών της εργατικής οικογένειας, ήταν να βγουν προς αναζήτηση δουλειάς η σύζυγος και τα ανήλικα παιδιά. Έτσι η αναγκαστική έξοδος στην «αγορά εργασίας» της μητέρας και των ανήλικων παιδιών μεγάλωνε την προσφορά φθηνής εργατικής δύναμης, ενώ χαλιναγωγούσε σε χαμηλά επίπεδα και το μισθό του πατέρα. Επιπλέον, με βάση τους υπάρχοντες νόμους, όχι μόνο απαγορευόταν διά ροπάλου η οργάνωση των εργατών με σκοπό τη διεκδίκηση καλύτερων μισθών, αλλά επιπλέον οι κατά τόπους δικαστές είχαν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν και να καθορίζουν τα μέγιστα επίπεδα εργατικών αμοιβών, τα οποία δεν μπορούσε κανείς να παραβιάσει, ακόμη και αν κάποιοι εργοδότες ένιωθαν αρκετά γενναιόδωροι.
Η πρόταση για το βασικό μισθό ανέτρεπε το σύνολο της φιλοσοφίας και τις ήδη υπάρχουσες ρυθμίσεις διαμόρφωσης των μισθών. Οι φιλελεύθεροι αστοί ζητούσαν να καταργηθούν οι απαγορευτικοί νόμοι και να κατοχυρωθεί ένας ελάχιστος μισθός, που θα μπορούσε όχι μόνο να ικανοποιεί τις βασικές ατομικές ανάγκες του εργάτη, αλλά και να του δίνει τη δυνατότητα να συντηρεί την οικογένειά του. Ταυτόχρονα με την πρόταση αυτή μετέτρεπαν την ανέχεια και την εξαθλίωση από περιθωριακό πρόβλημα των «πόπερς», των «φτωχότερων από τους φτωχούς» σε κεντρικό ζήτημα του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης ως σύνολο. Αντιλαμβάνονταν σωστά ότι η απόλυτη φτώχεια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά παρά μόνο μέσα από την πραγματική αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης συνολικά. Και, όπως ήταν φυσικό, η πρόταση αυτή ξεσήκωσε θύελλα στην κοινωνική και πολιτική αντίδραση της εποχής, την οποία εκπροσωπούσε η κυβέρνηση των τόρυδων.
Ως απάντηση στην πρόταση για την καθιέρωση του βασικού μισθού, ο Πιτ εισηγήθηκε την «φτωχοπρόνοια εκτός ιδρύματος» με την εφαρμογή ενός ΕΕΕ για τους «φτωχότερους των φτωχών» εργάτες και τις οικογένειες τους. Όπως ο κ. Δραγασάκης, έτσι και ο Πιτ εμφάνισε το ΕΕΕ ως «δικαίωμα» των εργαζομένων και «υποχρέωση» της κοινωνίας, «χαράσσοντας μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι ικανοί να καλύπτουν τις ανάγκες τους με την εργασία τους και εκείνους που, αφού πλούτισαν την πατρίδα τους με έναν αριθμό παιδιών, ζητούν βοήθεια για τη συντήρησή τους».[12] Ωστόσο η εφαρμογή αυτής της εισοδηματικής ενίσχυσης όχι μόνο δεν ανακούφισε τους «φτωχότερους των φτωχών», αλλά οδήγησε σε μεγαλύτερη εξαθλίωση τόσο τους δικαιούχους του βοηθήματος όσο και την εργατική τάξη ευρύτερα. Το επίδομα αυτό της «φτωχοπρόνοιας» αποτέλεσε ισχυρότατο μοχλό πίεσης προς τα κάτω των εργατικών αμοιβών γενικά αλλά και άγριας εκμετάλλευσης του «πλεονάζοντος πληθυσμού» με όρους δουλεμπορίου. «Κατά τη διάρκεια του πολέμου [με την επαναστατημένη Γαλλία, Δ.Κ.]», μας εξηγεί ο γνωστός ιστορικός του εργατικού κινήματος Γκ. Κόουλ, «η κατακόρυφη αύξηση των τιμών δεν συνοδεύτηκε από καμιά αντίστοιχη πρόοδο στους μισθούς, ενώ η επιτάχυνση των περιφράξεων και οι νέες μέθοδοι καλλιέργειας προκάλεσαν σοβαρή μείωση της ζήτησης για εργασία. Όταν έγινε κυριολεκτικά αδύνατο για τους εργάτες να ζουν με τους συνηθισμένους μισθούς, οι κτηματίες και οι δικαστές, αντί να αυξήσουν τους μισθούς, προώθησαν μια πολιτική συμπλήρωσή τους μέσα από την φτωχοπρόνοια… Από εκεί και μετά, σε μεγάλο μέρος της Αγγλίας, έγινε συνήθης πρακτική οι μισθοί των εργατών γης να φτάνουν έως το επίπεδο μιας στοιχειώδους διαβίωσης, το οποίο καθόριζε η φτωχοπρόνοια ανάλογα με το μέγεθος κάθε οικογένειας. Όπως ήταν φυσικό, οι επιδοτήσεις της φτωχοπρόνοιας άρχισαν να αυξάνουν με ανησυχητικό ρυθμό και οι κτηματίες και οι γαιοκτήμονες ασκούσαν ισχυρές πιέσεις για τη μείωσή τους. Αυτό επιχειρήθηκε όχι μέσα από την αύξηση των μισθών, αλλά μέσα από την προοδευτική μείωση του επιπέδου ζωής που αναγνωριζόταν ως στοιχειώδες για τη διαβίωση των εργατών, οι οποίοι έτσι άρχισαν να οδηγούνται στην πείνα. Επιπλέον με τη νομοθεσία της φτωχοπρόνοιας αναπτύχθηκε ένα σύστημα καταναγκαστικής εργασίας και έτσι οι δυστυχείς ‘πόπερς’ εκμισθώνονταν κατά ομάδες, ουσιαστικά ως σκλάβοι, για να δουλέψουν στα κτήματα ή στους δρόμους δίχως μισθούς, αλλά με μόνο εισόδημα την επιδότηση ανέχειας την οποία είχαν εξασφαλίσει από την ενορία».[13]
Αυτή η καταναγκαστική εκμίσθωση των «πόπερς», η οποία γινόταν είτε μέσα από δημοπρασίες είτε με άλλους τρόπους από τους δικαστές ή τους εντεταλμένους κατά ενορία επιτηρητές των δικαιούχων του επιδόματος της φτωχοπρόνοιας, αποτελεί μια ακόμη σκοτεινή πλευρά, απόλυτα συνυφασμένη με τη λογική του ΕΕΕ. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η πρόταση νόμου του ΣΥΝ (ΣΥΡΙΖΑ) προβλέπει ανάλογες πολιτικές «απασχόλησης» για τους άμοιρους δικαιούχους του ΕΕΕ. Πιο συγκεκριμένα μιλά για ένα «ατομικό πρόγραμμα ένταξης του δικαιούχου» στην αγορά εργασίας, μετά από ένα εξάμηνο χορήγησης του επιδόματος, με ευθύνη του φορέα υλοποίησης του ΕΕΕ. Σε τι συνίσταται αυτό το «πρόγραμμα» αναγκαστικής ένταξης του δικαιούχου στην αγορά εργασίας; «α. Αποδοχή της εργασίας που θα προτείνει ο φορέας υλοποίησης. β. Αποδοχή επαγγελματικής κατάρτισης ή εκμάθησης μιας τέχνης, συμμετοχή σε σεμινάρια ανάπτυξης δεξιοτήτων. γ. Παρακολούθηση του εκπαιδευτικού συστήματος ή συμπληρωματική εκπαίδευση για ενηλίκους στο πλαίσιο του προγράμματος «σχολείο δεύτερης ευκαιρίας». δ. Απασχόληση που καλύπτει κοινωνικές ανάγκες και υποστήριξη μη κυβερνητικών οργανώσεων. ε. Θεραπείες απεξάρτησης από ουσίες. Συμμετοχή σε προγράμματα ψυχολογικής υποστήριξης και κοινωνικής αυτονομίας. στ. Συμμετοχή σε προγράμματα εκπαίδευσης και απασχόλησης της ΕΕ». Όποιος δεν υποταχθεί σ’ αυτές τις επιλογές και δεν σταθεί τυχερός να βρει μόνος του καλύτερη απασχόληση τιμωρείται με τη σταδιακή διακοπή παροχής του επιδόματος.
Όσο και αν ψάξει κανείς στην πρόταση νόμου, δεν θα βρει ούτε καν νύξεις για την κατοχύρωση του αυτονόητου για έναν εργαζόμενο, δηλαδή του δικαιώματος σε σταθερή απασχόληση με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Με τον τρόπο αυτό το ΕΕΕ όχι μόνο καταδικάζει τους δικαιούχους του στην απόλυτη εξαθλίωση, αλλά και τους μετατρέπει σε εύκολη, διαθέσιμη λεία των «ενεργητικών» πολιτικών απασχόλησης της ΕΕ, των νέων «ευέλικτων» μορφών εργασίας δίχως εργασιακές, μισθολογικές και ασφαλιστικές εγγυήσεις, καθώς και της «εθελοντικής εργασίας» υπό συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης σε όφελος των σπεκουλαδόρων, των αρπακτικών και των τρωκτικών των χρηματοδοτήσεων, οι οποίοι κρύβονται πίσω από τις «μη κυβερνητικές οργανώσεις». Όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, οι δικαιούχοι του ΕΕΕ αποτελούν πρόσφορη κοινωνική δεξαμενή για την επιβολή των πιο άθλιων μορφών μερικής και προσωρινής απασχόλησης. Δεν είναι παρά αληθινό Ελντοράντο για τους εργολάβους εργαζομένων, που νοικιάζουν ή εκμισθώνουν προσωπικό σε εργοδότες υπό καθεστώς σύγχρονου δουλεμπορίου. Οι ίδιοι οι φορείς παροχής του ΕΕΕ, στο όνομα της «ένταξης των δικαιούχων» στην αγορά εργασίας, μετατρέπονται σε υπηρεσίες καταναγκαστικής εκμίσθωσης εργαζομένων με τους όρους, τους οποίους επιβάλλει η εργοδοσία. Όπως ακριβώς οι κρατικές «επιδοτήσεις θέσεων εργασίας» έχουν δημιουργήσει μια ειδική ομάδα εργαζομένων υπό καθεστώς υπερεκμετάλλευσης, υπό το οποίο όχι μόνο ο προσωρινός χαρακτήρας της απασχόλησής τους αλλά και το ίδιο το μεροκάματό τους εξαρτώνται άμεσα από το ύψος και τη διάρκεια της επιδότησης, έτσι και το ΕΕΕ επιδιώκει να δημιουργήσει μια ιδιαίτερη κατηγορία επιδοτούμενης φθηνής εργασίας χωρίς κατοχυρωμένα εργασιακά, μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, χωρίς δυνατότητα αντίστασης ή διεκδίκησης κάποιων εγγυήσεων απέναντι στις ορέξεις και τα καπρίτσια της εργοδοσίας. Προκειμένου να «γλυτώσουν» από την πείνα, την απόλυτη ανέχεια και την εξαθλίωση, οι «φτωχότεροι από τους φτωχούς» θα πρέπει να οδηγηθούν στην αγορά εργασίας ως σύγχρονα υποζύγια, ως νέοι κολίγοι στη διάθεση του κεφαλαίου. Αυτός ο πρόστυχος εκβιασμός κρύβεται πίσω από τις εξάρσεις φιλανθρωπίας των απολογητών των «δικτύων κατά της φτώχειας». Αυτή η άθλια πραγματικότητα και η προκλητική ταξική σκοπιμότητα βρίσκονται πίσω από το έντονο ενδιαφέρον για τους «καταφρονεμένους» και τους «αόρατους ανθρώπους», το οποίο επιδεικνύουν οι οπαδοί του ΕΕΕ.
Από τη φτωχοπρόνοια στην κοινωνική ασφάλιση
Από την πρώτη στιγμή της ιστορικής εμφάνισης του ΕΕΕ ως επίσημης πολιτικής του κράτους, ξεκαθαρίστηκαν αμέσως και τα κύρια κοινωνικοπολιτικά μέτωπα γύρω από αυτό. Το ΕΕΕ γεννήθηκε ως «πρόταση» των πιο συντηρητικών, οπισθοδρομικών και αντιδραστικών τμημάτων της άρχουσας τάξης, με σκοπό να αντιπαρατεθεί στα δίκαια κοινωνικά και εργατικά αιτήματα. Γι’ αυτό και έφερε ευθύς εξ αρχής το ανεξίτηλο στίγμα της αντιδραστικής πολιτικής σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι της φιλελεύθερης αστικής τάξης ένιωθαν την ανάγκη να διαχωρίσουν τη θέση τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τόμας Πέιν, τον οποίο τόσο αρέσκεται ο κ. Δραγασάκης να εμφανίζει ως «πατέρα» του ΕΕΕ, απέρριπτε τις λογικές της φτωχοπρόνοιας και των βοηθημάτων κρατικής ελεημοσύνης προς τους εξαθλιωμένους: «Αποτελεί πρακτική εκείνου που αδίκως έχει αποκτήσει το όνομα πολιτισμός (…) να φροντίζει με κάποιον τρόπο τα άτομα που πέφτουν στην ανέχεια και την εξαθλίωση, μόνο τότε όταν αυτά οδηγούνται σ’ αυτήν την κατάσταση. Δεν θα ήταν, ακόμη και για λόγους οικονομίας, πολύ καλύτερο να επινοήσουμε μέσα για να τους αποτρέπουμε από το να γίνονται φτωχοί; Αυτό θα γινόταν με τον καλύτερο τρόπο, αν σε κάθε άτομο, όταν φτάνει στην ηλικία των είκοσι ενός ετών, δίνουμε τη δυνατότητα να κληρονομήσει κάτι, για να ξεκινήσει».[14] Αυτό που πρότεινε ο Πέιν ήταν να προσφέρεται εφάπαξ ένα ποσό της τάξης των 20 χιλιάδων λιρών σε όλα τα άτομα χωρίς αποκλεισμούς. Για την εποχή εκείνη το ποσό αυτό αποτελούσε ολόκληρη περιουσία, ειδικά για εκείνους που ζούσαν από την πώληση της εργατικής τους δύναμης, και η πρόταση για την παροχή του απέβλεπε στην υπέρβαση των ιδιοκτησιακών και κοινωνικών ανισοτήτων. Με άλλα λόγια η πρόταση του Πέιν δεν ήταν ένα ΕΕΕ, αλλά μια γενναία αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προς όφελος των ασθενέστερων συνολικά. Πρόκειται για πρόταση, η οποία, εφόσον δεν έθιγε τις αγοραίες βάσεις της οικονομίας και τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας στην παραγωγή, ήταν καταδικασμένη να μην βρει ποτέ άμεση πρακτική εφαρμογή. Παρέμεινε μόνο να κοσμεί το Πάνθεο των ουτοπιών του αφηρημένου ανθρωπισμού και να αποδεικνύει την ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία του εισηγητή της.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν «ακροδεξιοί» της εποχής εκείνης, δηλαδή ακραίοι συντηρητικοί, όπως ο Ε. Μπερκ, οι οποίοι στο όνομα της «Θείας Πρόνοιας» και της «φύσης» αρνήθηκαν το ΕΕΕ, καθώς και κάθε άλλη μορφή κοινωνικής πολιτικής, κανείς δεν τόλμησε να τους ταυτίσει με τους φιλελεύθερους του Πέιν και του Φοξ. Αντίθετα σήμερα έχει αναδειχθεί σε δημοφιλές άθλημα πολιτικής υποκρισίας και ξεδιαντροπιάς η προσπάθεια στην οποία επιδίδονται τα «παπαγαλάκια» των κυρίαρχων πολιτικών εντός και εκτός της αριστεράς να ταυτίζουν την «ακροδεξιά» με την «ακροαριστερά». «Όπως και οι άλλοι ορκισμένοι πολέμιοι του ΕΕΕ (Ανδρουλάκης, Ανδριανόπουλος, κλπ.)», διαβάζουμε στην «Εποχή» (6/11/2005), η οποία αποτελεί πρωταθλήτρια σ’ αυτού του είδους το άθλημα, «έτσι κι ο συντάκτης του Ριζοσπάστη διαστρεβλώνει τη φύση του μέτρου προκειμένου να το ρίξει στην πυρά». Βέβαια, ο κ. Ανδριανόπουλος δεν είναι «ορκισμένος πολέμιος» του ΕΕΕ αλλά ορκισμένος υπέρμαχός του, ενώ ο κ. Ανδρουλάκης ασκεί κριτική από την ίδια σκοπιά που ασκούσε κι ο Ε. Μπερκ, με τη διαφορά ότι αντί για τις αναφορές στη «Θεία Πρόνοια» έχει υιοθετήσει τη θεολογία της σύγχρονης αγοράς. Πιο προσεκτικός ο κ. Δραγασάκης στη Βουλή επιχείρησε έμμεσα την ίδια ταύτιση της προβληματικής του «φίλου του Ανδρουλάκη» με αυτήν του ΚΚΕ, αποφεύγοντας τις αναφορές στον κ. Ανδριανόπουλο και διαστρεβλώνοντας κατάφωρα την πραγματικότητα, έτσι ώστε να εμφανίσει την απόρριψη του ΕΕΕ και όχι το ίδιο το ΕΕΕ ως προϊόν της νεοσυντηρητικής «ακροδεξιάς». Ωστόσο αποτελεί κλασική περίπτωση πολιτικής απατεωνιάς και κραυγαλέο σύμπτωμα γκεμπελισμού η προσφιλής σε πολλούς προσπάθεια να ταυτίζουν τις θέσεις του ΚΚΕ, αλλά και γενικά όλων όσοι τολμούν να διαφοροποιηθούν από τα αριστερά, με την εκάστοτε «ακροδεξιά». Και αυτό όταν οι ίδιοι που προβαίνουν σε αυτή την ταύτιση αποδεικνύονται «βασιλικότεροι του βασιλέως» στη χυδαία απολογητική των κεντρικών επιλογών του μεγάλου κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.
Η αλήθεια είναι ότι το εργατικό κίνημα ποτέ δεν υιοθέτησε το ΕΕΕ, ποτέ δεν το ανέδειξε σε αίτημά του. Όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος για τους «φτωχότερους των φτωχών», όπως το κατηγορούν πολλοί όψιμοι φιλάνθρωποι, αλλά γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι για να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι τη φτώχεια και την ανέχεια, πρέπει να δώσουν τη μάχη για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όλο και πιο αποφασιστικά τους όρους αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης, τους όρους εργασίας. Στη βάση αυτή οργανώθηκαν τα συνδικάτα και διεκδίκησαν τη συλλογική διαπραγμάτευση των όρων αμοιβής και εργασίας με τους εργοδότες και το κράτος. Η κατοχύρωση ενός βασικού μισθού, ύψους ανάλογου με την ακρίβεια και τις άμεσες ανάγκες της εργατικής οικογένειας, η πληρωμή της ίδιας αμοιβής για την ίδια δουλειά, ο περιορισμός της εργάσιμης ημέρας, η απαγόρευση της εργασίας των ανηλίκων και η ενιαία κοινωνική ασφάλιση για το εργατικό ατύχημα, την ασθένεια, την ανεργία και τα γεράματα αποτέλεσαν ευθύς εξ αρχής την πρώτη άμεση απάντηση του οργανωμένου κινήματος της εργατικής τάξης στο πρόβλημα της φτώχειας και της ανέχειας.
Όμως, ακόμη και εκεί όπου η εργατική τάξη έκανε την πρώτη της ιστορική εμφάνιση διεκδικώντας τα δίκαιά της, χωρίς ακόμη να έχει οργανωθεί σε συνδικάτα, πρόταξε το «δικαίωμα στη δουλειά» και τη γενναία «αναδιανομή του εισοδήματος». Οι εργάτες έβλεπαν την αντιμετώπιση της εξαθλίωσής τους και γενικά της φτώχειας, μέσα από την εξασφάλιση σταθερής εργασίας με αποδοχές αντίστοιχες των πραγματικών αναγκών μιας εργατικής οικογένειας. Όταν τον Ιούνιο του 1848 το γαλλικό προλεταριάτο ξεσπούσε  «Το πρώτο σχέδιο του συντάγματος, που συντάχθηκε πριν από τις ημέρες του Ιουνίου, εξακολουθούσε να περιλαμβάνει το “droit au travail”, το δικαίωμα στην εργασία, την πρώτη αδέξια διατύπωση στην οποία συμπυκνώνονται οι επαναστατικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου. Μεταμορφώθηκε στο droit a l’ assistance, το δικαίωμα στην φτωχοπρόνοια, και ποιο σύγχρονο κράτος δεν τρέφει τους δικούς του φτωχούς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Το δικαίωμα στην εργασία είναι, από τη σκοπιά των αστών, μια ανοησία, μια άθλια, ευσεβής ευχή. Όμως πίσω από το δικαίωμα στην εργασία βρίσκεται η επιβολή πάνω στο κεφάλαιοֹ πίσω από την επιβολή πάνω στο κεφάλαιο, η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής, η υποταγή τους στην ενωμένη εργατική τάξη και, επομένως, η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του κεφαλαίου και των μεταξύ τους σχέσεων». Η αστική τάξη, «η οποία στην πράξη έθεσε το επαναστατικό προλεταριάτο hors la loi, εκτός νόμου, έπρεπε από θέση αρχής να πετάξει τη διατύπωση του προλεταριάτου έξω από το σύνταγμα, το νόμο όλων των νόμων, έπρεπε να ρίξει το ανάθεμά της πάνω στο «δικαίωμα στην εργασία».»[15] Γκυστάβ Φλωμπέρ, «τότε η ιδιοκτησία υψώθηκε από άποψη σεβασμού στο επίπεδο της Θρησκείας και φάνηκε να συγχέεται με το Θεό. Οι επιθέσεις εναντίον της θεωρήθηκαν ιεροσυλία, σχεδόν κανιβαλισμός».[16]
Στη βάση αυτή το εργατικό κίνημα απέρριψε ευθύς εξ αρχής ολόκληρο το σύστημα της φιλανθρωπίας και της φτωχοπρόνοιας. Από αυτή την άποψη δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι από τα πρώτα μέτρα που πήραν τα συνδικάτα ήταν να αναλάβουν τα ίδια, με τα δικά τους πενιχρά μέσα και με πόρους από το υστέρημα του συνόλου της εργατικής τάξης, την περίθαλψη και τη συντήρηση των αρρώστων, των ανήμπορων και των ορφανών οικογενειών. Μόνο και μόνο για να γλυτώσουν τους «φτωχότερους των φτωχών» από τα φτωχοκάτεργα και τα επιδόματα ελεημοσύνης της φτωχοπρόνοιας. Μόνο και μόνο για να αφαιρέσουν από την εργοδοσία και το κράτος μια βολική δεξαμενή φτηνής, εξαρτημένης και υποταγμένης εργατικής δύναμης, έναν «εφεδρικό στρατό εργασίας» στην απόλυτη διάθεση του κεφαλαίου για να συμπιέζει μεροκάματα και να εξαθλιώνει τις συνθήκες εργασίας της εργατικής τάξης ως σύνολο. Έτσι ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα και υπό καθεστώς παρανομίας ιδρύθηκαν τα πρώτα «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», που αναλάμβαναν να συντηρούν τους αρρώστους, τους ηλικιωμένους, τις χήρες και τα ορφανά. Η δημιουργία τριτοβάθμιων πανεθνικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, κυρίως τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 19ου αιώνα, συνδεόταν στενά με την ανάγκη για ισχυρά «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», που θα μπορούσαν να καλύπτουν ακόμη και το σύνολο των «απόκληρων» της εργατικής τάξης. Έτσι, στην προγραμματική διακήρυξη του «Μεγάλου Εθνικού Ενοποιημένου Συνδικάτου» (Grand National Consolidated Trades Union), που δημιουργήθηκε από τους ίδιους τους εργάτες το Φεβρουάριο του 1834 στο Λονδίνο ως τριτοβάθμια πανεθνική οργάνωση των επιμέρους συνδικάτων και εργατικών οργανώσεων της εποχής, περιλαμβανόταν και η παρακάτω βασική επιδίωξη: «Μεγάλα πλεονεκτήματα πρόκειται να προκύψουν από τη δημιουργία, σε κάθε περιφερειακό τομέα, ενός ταμείου για την υποστήριξη των αρρώστων και των ηλικιωμένων».[17] Και όλα αυτά για να λυτρωθούν άμεσα οι «φτωχότεροι των φτωχών» από τον κοινωνικό εξευτελισμό και την καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που συνδέονταν ανέκαθεν με την προσφυγή στην φτωχοπρόνοια, και τη μετατροπή τους σε ένα είδος ζητιάνου, επαίτη μιας ταπεινωτικής κρατικής ελεημοσύνης.
Έτσι γεννήθηκε το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης ως αναγκαία αμυντική διεκδίκηση όχι απλώς του μεμονωμένου εργάτη αλλά του συνόλου της τάξης. Συνιστούσε αμυντική διεκδίκηση όχι μόνο ή κυρίως εναντίον της απληστίας της εργοδοσίας αλλά πρωταρχικά εναντίον της έμφυτης ασυδοσίας της αγοράς γενικά. Αν με τα αιτήματα για καλύτερο μεροκάματο, λιγότερες ώρες δουλειάς και καλύτερες συνθήκες εργασίας η εργατική τάξη στράφηκε ενάντια στο κεφάλαιο ως εργοδοσία, με το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης στράφηκε ενάντια στην ίδια τη βάση ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την ίδια την αγορά. Μόνο έτσι η αξία της «εργατικής δύναμης», τα όρια αναπαραγωγής της «ικανότητας προς εργασία» λυτρώθηκαν από το επίπεδο των φυσικών αναγκών επιβίωσης του μεμονωμένου εργάτη, γλύτωσαν από την κατάρα του «ελάχιστου ορίου διαβίωσης» και τέθηκαν σε νέα βάση, σε συλλογική κοινωνική βάση, δηλαδή στη βάση των κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης.
Η διεκδίκηση της κοινωνικής ασφάλισης λειτούργησε αποφασιστικά, έτσι ώστε οι εργάτες να υπερβούν την αποσπασματική διαπραγμάτευση των όρων πώλησης της εργατικής τους δύναμης. Ο εργάτης συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να διαιωνίζεται «όπως διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή του είδους κάθε έμβιο ον».[18] Αντίθετα, αν ήθελε να γλυτώσει από την καταθλιπτική μιζέρια στην οποία τον καταδικάζει το «μεροδούλι-μεροφάι», έπρεπε άμεσα και αποφασιστικά να δέσει οργανικά τα ατομικά του συμφέροντα και ανάγκες με τις συλλογικές κοινωνικές ανάγκες και συμφέροντα της δικής του ιδιαίτερης τάξης. Μόνο σ’ αυτή τη βάση θεμελιώθηκε η συνείδηση σε πλατιά στρώματα εργατών για την ανάγκη οργάνωσής τους στο συνδικάτο, όχι απλώς ως συλλογική άμυνα απέναντι στην εργοδοσία αλλά ως κάτι πολύ περισσότερο: ως συγκροτημένη έκφραση μιας ιδιαίτερης κοινωνικής τάξης, των πωλητών του εμπορεύματος εργατική δύναμη, με ιδιαίτερες συλλογικές ανάγκες και συμφέροντα. Έτσι ο εργάτης μπόρεσε να ξεπεράσει την κατάσταση υποζυγίου, στην οποία τον είχε καταδικάσει εξαρχής το κεφάλαιο, και άρχισε να μετατρέπεται σε κοινωνικό υποκείμενο. Δεν του αρκούσε πια να μην πεινάει αυτός και η οικογένειά του, αλλά άρχισε να διεκδικεί ως νόμιμο δικαίωμά του την άμεση ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών του συνολικά, την πλήρη απαλλαγή του από τη δυστυχία, που αντικειμενικά προέρχεται από την ένταξή του στην «ελεύθερη αγορά». Γι’ αυτό και αντιμετώπισε εξαρχής τα επιδόματα της πρόνοιας ως κοινωνικό στίγμα για τον ίδιο, ως άθλια προσβολή της προσωπικότητάς του, ως προκλητική ταπείνωση του ίδιου και της οικογένειάς του.
Το ΕΕΕ ως πολιορκητικός κριός της αντίδρασης
Σε κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος για τη διεκδίκηση και την καθιέρωση της κοινωνικής ασφάλισης, την κατοχύρωση αμοιβών αντίστοιχων με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες των εργαζομένων και των οικογενειών τους, οι συντηρητικές και αντιδραστικές δυνάμεις απαντούσαν πάντα με προτάσεις ΕΕΕ και με την απαίτηση επιστροφής στις λογικές της φτωχοπρόνοιας. Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή της έκθεσης Μπέβεριτζ στη Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του 1940, η οποία προωθούσε όχι κάποιο σχήμα ΕΕΕ, όπως ψευδώς για μία ακόμη φορά ισχυρίζεται ο κ. Δραγασάκης, αλλά την εφαρμογή ενός «Εθνικά Ελάχιστου» επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης με βάση την ικανοποίηση των άμεσων κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης ως σύνολο, μέσα από κατοχυρωμένες ικανοποιητικές αμοιβές, ενιαία υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, δωρεάν παιδεία και υγεία, κοκ, η απάντηση των συντηρητικών ήρθε με τη μορφή των προτάσεων της λαίδης Ρις-Ουίλιαμς, οι οποίες αφορούσαν στην καθιέρωση ενός ΕΕΕ. Τι αντιπρότεινε η φιλάνθρωπος λαίδη; Να δημιουργηθεί ένα ειδικό ταμείο, που θα χρηματοδοτούνταν από ειδικό ενιαίο φόρο όλων ανεξαιρέτως των εισοδημάτων και από το οποίο θα καταβαλλόταν σε κάθε πολίτη ανεξαρτήτως προϋποθέσεων ένα ποσό ίσο με το καθοριζόμενο ετήσιο εισοδηματικό όριο της φτώχειας.
Η φιλοσοφία αυτής της εισοδηματικής ενίσχυσης, η οποία ήταν σαφώς πιο γενναιόδωρη από το άθλιο επίδομα που ζητά ο ΣΥΝ, είχε πολύ συγκεκριμένες ταξικές σκοπιμότητες. Να πώς τις αναλύει ένας από τους νεότερους φωστήρες της νεοσυντηρητικής «ακροδεξιάς» και φυσικά ακραιφνής οπαδός του ΕΕΕ: «Παρέχοντας μετρητά στη διάθεση ενός ευρύτερου κομματιού του πληθυσμού μας δημιουργούμε ζήτηση για περισσότερα αγαθά... Ο κύριος λόγος που έχουμε κρατικές επιχειρήσεις είναι, γιατί μερικοί άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα ενός μεριδίου από τα αγαθά που προσφέρει η αγορά. Όσο περισσότερο διορθώνουμε αυτό το πρόβλημα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η εξάρτησή μας από την αγορά. Τα δημόσια σχολεία αποτελούν ένα καλό παράδειγμα σχετικά μ’ αυτό το τελευταίο. Αν όλοι στη χώρα ήταν σε θέση να πληρώσουν τα απαραίτητα δίδακτρα για ιδιωτικά σχολεία, θα υπήρχε ελάχιστη ανάγκη για την ανάμειξη του κράτους στην παιδεία... Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί σχετικά με την υγεία. Η τρέχουσα τάση για εθνική ασφάλιση υγείας θα αναχαιτιζόταν σε μεγάλο βαθμό, αν όλοι μπορούσαν να πληρώσουν για ιδιωτική περίθαλψη (πιθανόν μέσα από την αγορά μιας ιδιωτικής ασφάλισης υγείας)... Ένα ελάχιστο διαθέσιμο εισόδημα μπορεί επίσης να έχει θετική επίδραση και στους μισθούς, εξαφανίζοντας την ανάγκη για την επιβολή νόμων που προβλέπουν την κατοχύρωση ενός βασικού μισθού. Αυτοί οι νόμοι θεωρούνται σήμερα αναγκαίοι, για να εξασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι κερδίζουν μια αξιοπρεπή ζωή. Ωστόσο έχουν μια ανεπιθύμητη επίδραση στην αγορά εργασίας... Με το ΕΕΕ, οι πωλητές της εργασίας τους θα είναι σε καλύτερη θέση να επιλέξουν εκείνες τις δουλειές που υπόσχονται έναν καλύτερο συνδυασμό εργασιακών συνθηκών και μισθού».[19]
Προκειμένου να ξεφορτωθούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τη νομοθετική κατοχύρωση του βασικού μισθού, την ενιαία υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, τη δωρεάν παρεχόμενη δημόσια παιδεία και υγεία, αλλά και την επέκταση της κρατικής επιχειρηματικής δραστηριότητας «κοινής ωφέλειας» εις βάρος της αγοράς, οι πιο συντηρητικοί και αντιδραστικοί εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου δεν φείδονταν υποσχέσεων ακόμη και για γενναία εισοδηματική ενίσχυση με τη μορφή του ΕΕΕ. Κι αυτό γιατί γνώριζαν πολύ καλά αυτό που διαπίστωναν οι οικονομολόγοι ήδη από την εποχή της πρώτης ιστορικής εφαρμογής του ΕΕΕ: «Αν το εισόδημα ενός ανθρώπου χωρίζεται σε δύο μέρη, ένα εκ των οποίων είναι η αμοιβή για την εργασία του και το άλλο δίνεται ανεξάρτητα από την εργασία, σύντομα το τελευταίο θα καταβροχθίσει το πρώτο».[20] Και αυτό συμβαίνει με ολόκληρο το σύστημα των επιδομάτων, των πριμ και των μπόνους, που δίνονται για να «συμπληρώνουν» την εργατική αμοιβή και έτσι να αποφεύγεται η απαιτούμενη αύξηση του γενικού επιπέδου των μισθών.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι ΗΠΑ ήταν η μόνη χώρα, η οποία εξακολούθησε να προσεγγίζει το πρόβλημα της φτώχειας όχι μέσα από την κατοχύρωση του βασικού μισθού, των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων της εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση αλλά κατά κύριο λόγο μέσα από την πρόνοια και τα διάφορα είδη εισοδηματικών ή άλλων ενισχύσεων. Και ο λόγος ήταν απλός, όπως μας εξηγούν δύο γνωστοί μελετητές των πολιτικών «ρύθμισης των φτωχών» μέσω της πρόνοιας: «Οι ηλικιωμένοι, οι ανήμποροι, οι ανισόρροποι και άλλοι που δεν έχουν καμιά χρησιμότητα ως εργάτες αφήνονται στις ουρές της πρόνοιας, όπου η μεταχείρισή τους είναι εξευτελιστική και εμφανίζεται ως τιμωρία, ώστε να ενσταλάζεται στις εργαζόμενες μάζες ο φόβος για τη μοίρα που τους περιμένει, αν τυχόν και επαναπαυτούν στην επαιτεία και την ανέχεια. Υποβαθμίζεις και τιμωρείς εκείνους που δεν δουλεύουν, για να εξυψώνεις κατά αντιπαραβολή ακόμη και τη χειρότερη εργασία με τους χειρότερους μισθούς».[21] Ο εξευτελισμός και η επιβολή της πρόνοιας ως τιμωρία για τους φτωχούς δεν έχουν να κάνουν με την όποια «ανεκτική» ή μη συμπεριφορά του δημόσιου φορέα αλλά με την ίδια τη φιλοσοφία της όλης πολιτικής.
Φανταστείτε μόνο το χαρακτήρα της διαδικασίας που απαιτείται, προκειμένου κάποιος δικαιούχος να αποδείξει ότι πληροί τα κριτήρια της ανέχειας. Να αποδείξει, δηλαδή, ότι αυτός και η οικογένειά του βρίσκονται σε συνθήκες εξαθλίωσης. Φανταστείτε τι θα σημάνει για τους πάνω από 500.000 εν δυνάμει δικαιούχους του ΕΕΕ η διαδικασία «καταγραφής» τους από τις εντεταλμένες υπηρεσίες. Φανταστείτε τον προσωπικό εξευτελισμό, τα μέσα που θα υποχρεωθούν να χρησιμοποιήσουν πολλοί γι’ αυτό το επίδομα αθλιότητας, τον εκβιασμό συνειδήσεων, την κατάσταση χυδαίας εξάρτησης από το «φορέα υλοποίησης» και τους πολιτικούς προϊστάμενους του. Και όχι μόνο αυτό. Οι δικαιούχοι εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο εξευτελισμού, εκβιασμού και εξάρτησης, για να αποδεικνύουν κάθε φορά ότι συνεχίζουν να δικαιούνται την όποια ενίσχυση. Χρειάζεται να υπακούουν τυφλά στις εντολές, τους κανόνες και τις υποδείξεις της «κοινωνικής υπηρεσίας» ή του «φορέα υλοποίησης», να τηρούν με τυπική ευλάβεια το «μοντέλο ζωής» που θα τους επιβληθεί ως «εναλλακτικός τρόπος ένταξης» στην κοινωνία και την αγορά εργασίας, να ανέχονται τις διαρκείς επεμβάσεις και τους ελέγχους στη ζωή και την οικογένειά τους εκ μέρους των εντεταλμένων οργάνων, ώστε να εξακριβωθεί αν έχουν «παραστρατήσει» από τις προδιαγραφές και προϋποθέσεις του ΕΕΕ. Κι όλα αυτά για να εξασφαλίσουν στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα άθλιο «ελάχιστο όριο διαβίωσης».
Η εμπειρία δείχνει ότι η ένταξη στα προγράμματα της πρόνοιας δεν συνοδεύεται απλώς από κοινωνικό στιγματισμό, αλλά πρώτα και κύρια από τη μετατροπή της φτωχολογιάς σ’ έναν πληθυσμό απόλυτα υποταγμένο και εξαρτημένο, αιχμάλωτο των επίσημων πολιτικών, των κάθε είδους αυθαίρετων παρεμβάσεων και εκβιασμών εκ μέρους του κράτους και των υπηρεσιών του. Γι’ αυτό άλλωστε και οι πολιτικές της φτωχοπρόνοιας άνθησαν ιστορικά σε συνθήκες απολυταρχίας και αυταρχικών κρατών. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ κατόρθωσαν να προστατευθούν αποτελεσματικά από την «κοινωνική επιρροή» της Ευρώπης, να υπονομεύσουν τη σημασία και το ρόλο των συνδικάτων, να αποτρέψουν την ύπαρξη «ανελαστικής» εργατικής νομοθεσίας και υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, να αποκρούσουν την εισαγωγή δωρεάν δημόσιας υγείας και παιδείας, κοκ., χάρη σ’ αυτήν την εξευτελιστική εξάρτηση της φτωχολογιάς από τα προγράμματα και τις ενισχύσεις της πρόνοιας. Γι’ αυτό και ενώ στην Ευρώπη δινόταν η μάχη για την αποφασιστική διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων της εργατικής δύναμης και για την κοινωνική ασφάλιση, στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ ανθούσε η φιλολογία περί «πολέμου κατά της φτώχειας» μέσω της φτωχοπρόνοιας.
Σ’ αυτά τα πλαίσια υπήρξαν και οι προτάσεις για ΕΕΕ του Μίλτον Φρίντμαν και της νεοσυντηρητικής σχολής του Σικάγο τη δεκαετία του ’60. Γενικά υπήρξαν πολλές προτάσεις για μορφές ΕΕΕ, όπως π.χ. το σχέδιο Τόμπιν και το σχέδιο Λάμπμαν, που είχαν ως κοινό στόχο να αναχαιτίσουν αιτήματα για κατοχύρωση του βασικού μισθού και για κοινωνική ασφάλιση σε μια εποχή, όπου στις ΗΠΑ ανθούσαν μαζικά κινήματα διεκδίκησης κοινωνικών δικαιωμάτων. Τελικά, επί προεδρίας Νίξον, οι προτάσεις αυτές πήραν τη μορφή του Σχεδίου για τη Βοήθεια στην Οικογένεια (1969), το οποίο προέβλεπε την παροχή από τον κρατικό προϋπολογισμό ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ως επιδότηση στις αναξιοπαθούσες οικογένειες των «φτωχότερων από τους φτωχούς». Το σχέδιο αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, γιατί το πρόλαβε η πτώση του Νίξον, όμως αποτέλεσε το γενικό «μοντέλο» εφαρμογής για ανάλογα σχέδια τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες.
Η αναβίωση του ΕΕΕ με τα χρώματα της αριστεράς
Στην Ευρώπη η φιλολογία περί ΕΕΕ ως «κύριο εργαλείο» για την αντιμετώπιση της ανέχειας παρέμεινε αντικείμενο περιθωριακού «προβληματισμού» κυρίως από τους πιο αντιδραστικούς κύκλους, ενώ εμφανιζόταν κατά καιρούς στα προγράμματα και τις πολιτικές των Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων, των Τόρυδων, όπως και άλλων ακραιφνών συντηρητικών δυνάμεων. Όλα αυτά έως τη δεκαετία του ’80. Η γενικευμένη διαρθρωτική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, η οποία ξέσπασε το 1974-1975 και κορυφώθηκε στη δεκαετία του ’80, οδήγησε σε πλήρη χρεοκοπία τις λογικές που ήθελαν την «κοινωνική πολιτική» ως ανάχωμα στο σοσιαλισμό και ως μέθοδο ειρήνευσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Τα γνωστά για τη φιλανθρωπική τους δράση ιδρύματα του παγκόσμιου καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΟΟΣΑ, ανακάλυψαν ότι «ορισμένες κοινωνικές πολιτικές (αποζημίωση των ανέργων, βασικοί μισθοί και κοινωνικές εισφορές) έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, ακόμη και μέχρι το σημείο να εμποδίζουν εν μέρει την επιστροφή σε μια μη πληθωριστική ανάπτυξη... Χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε την ανάγκη να αναμορφώσουμε τις κοινωνικές πολιτικές μας, ενώ εξακολουθούμε να διατηρούμε το αναγκαίο ελάχιστο επίπεδο προστασίας που μια σύγχρονη, βιομηχανική δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να παρέχει στους πολίτες της. Δεν απαιτείται τσεκούρι αλλά μια πολύ επιδέξια κοινωνική χειρουργική επέμβαση».[22] Έτσι δόθηκε το σύνθημα να υπονομευτούν οι εργασιακές σχέσεις, η ενιαία κοινωνική ασφάλιση και τα συστήματα κοινωνική προστασίας, που είχε έως τότε κατακτήσει η εργατική τάξη, και να αντικατασταθούν με ένα «ελάχιστο επίπεδο προστασίας», με πολιτικές «περισσότερο επιλεκτικές, με την απαιτούμενη επικεντρωμένη προσέγγιση», που δεν αφορούν πια στο σύνολο των εργαζομένων, αλλά σε όσες «κοινωνικές ομάδες» έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Στη βάση αυτή ανακάλυψαν τις «κοινωνίες των 2/3» και τους «κοινωνικά αποκλεισμένους», σε μια προσπάθεια να οδηγήσουν τα περισσότερο φτωχά, κακοπληρωμένα και χειμαζόμενα από τη χρόνια μαζική ανεργία στρώματα σε ευθεία αντιπαράθεση με τα κεκτημένα των πιο «ευνοημένων» εργαζόμενων, των «ρετιρέ», της «εργατικής αριστοκρατίας», ώστε το δραστικό χτύπημα των εργατικών κατακτήσεων όχι μόνο να ενταθεί και να γενικευθεί, αλλά και να εμφανιστεί ως αναγκαία πολιτική, προκειμένου να υπάρξουν τα απαραίτητα «περιθώρια» περίθαλψης των «φτωχότερων από τους φτωχούς».
Σ’ αυτά τα πλαίσια είχαμε την επιστροφή στις πολιτικές της φτωχοπρόνοιας, μόνο που αυτή τη φορά τη βάφτισαν «δίκτυα καταπολέμησης της φτώχειας» ή «κοινωνικό δίκτυο ασφάλειας κατά της φτώχειας». Όπως ήταν αναμενόμενο, το ΕΕΕ ξεθάφτηκε από το περιθώριο και άρχισε να προβάλλεται ως το «κλειδί» για την αντιμετώπιση της ανέχειας όχι μόνο από συντηρητικούς κύκλους αλλά τώρα πια και από ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας, όπως και από «προοδευτικούς διανοούμενους» της ευρύτερης αριστεράς. Η παλιά αντιδραστική επινόηση, η άθλια τακτική κρατικής ελεημοσύνης και κοινωνικού στιγματισμού, που καταγόταν από το Μεσαίωνα, επέστρεφε ως «προοδευτική» και μάλιστα «αριστερή» πολιτική.
Από τις πρώτες κυβερνήσεις στην Ευρώπη που εισήγαγαν το ΕΕΕ ως επίσημη πολιτική τους ήταν η κυβέρνηση των σοσιαλιστών στη Γαλλία με πρωθυπουργό τον Μισέλ Ροκάρ (1988-1991) την περίοδο προεδρίας του Φρανσουά Μιτεράν. Το ΕΕΕ υιοθετήθηκε ως μέτρο κοινωνικής ειρήνης και ταξικού εφησυχασμού, ως μέτρο που εξαρτούσε άμεσα από την κυβέρνηση τα πιο φτωχά στρώματα της εργατικής τάξης στα βιομηχανικά προάστια του Παρισιού και σε άλλα βιομηχανικά κέντρα της χώρας, τα οποία είχαν αρχίσει να μετατρέπονται σε «γκέτο» μαζικής εξαθλίωσης, λόγω της πολιτικής «αποβιομηχάνισης», την οποία ακολουθούσε το μεγάλο κεφάλαιο και ενίσχυε η κυβέρνηση. Ταυτόχρονα λειτούργησε ως άλλοθι για την άγρια επίθεση, την οποία εξαπέλυσε η κυβέρνηση Ροκάρ ενάντια στα συνδικάτα και τις εργασιακές σχέσεις ιδίως στο δημόσιο τομέα. Η σύγκρουση τότε με τα «ρετιρέ» και την «εργατική αριστοκρατία», όπως δημαγωγικά η κυβέρνηση ονόμαζε τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, κόστισε στο Ροκάρ την πρωθυπουργία και οδήγησε το σοσιαλιστικό κόμμα σε χρόνια πολιτική κρίση. Το πόσο βοήθησε το ΕΕΕ στην αντιμετώπιση της φτώχειας μας το δείχνει παραστατικά και η πρόσφατη εξέγερση απόγνωσης της νεολαίας των «γκέτο» του Παρισιού και των άλλων πόλεων της Γαλλίας.
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 οι κυβερνήσεις που υιοθετούσαν το ΕΕΕ αρκούνταν απλώς να συντηρούν τη φτωχολογιά, τα πιο εξαθλιωμένα στρώματα σε κατάσταση κοινωνικής παθητικότητας, ενόσω έπαιρναν δραστικά μέτρα ενάντια στις εργατικές κατακτήσεις, υπονόμευαν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, εισήγαν περικοπές στις κοινωνικές παροχές, εφάρμοζαν πολιτικές λιτότητας στους μισθούς και αντιμετώπιζαν αυταρχικά τις αντιδράσεις των συνδικάτων. Φυσικά πουθενά δεν είχαμε κάποια ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης των φτωχών. Αντίθετα, σ’ όλες τις χώρες είχαμε ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της φτωχολογιάς, ως συνέπεια της κατάρρευσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων λόγω των αντεργατικών και αντικοινωνικών πολιτικών που υιοθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις με μοχλό το ΕΕΕ.
Ταυτόχρονα ο κοινωνικός στιγματισμός, η επίσημη προώθηση της νοοτροπίας της επαιτείας στα πιο φτωχά και εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα αποτέλεσαν το πιο χειροπιαστό αποτέλεσμα της πολιτικής του ΕΕΕ. «Από το 1986 το Λουξεμβούργο», ομολογούσε σε ομιλία του ο Μαρί-Ζοζέ Ζακόμπ, υπουργός για την Οικογένεια και την Κοινωνικοποίηση του Λουξεμβούργου, στην 4η Ευρωπαϊκή Συνάντηση των Ανθρώπων που Δοκιμάζονται από τη Φτώχεια στις Βρυξέλες στις 10-11 Ιουνίου 2005, «έχει θεσπίσει το δικαίωμα σε ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που συχνά αποκαλείται με το γαλλικό ακρωνύμιο RMG... Ωστόσο, 19 χρόνια μετά τη δημιουργία του, το δικαίωμα στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα συνεχίζει να είναι στενά δεμένο με μια διαδικασία κοινωνικού στιγματισμού. Αυτός ο στιγματισμός είναι μια επίθεση στην ταυτότητα όλων όσοι εξασκούν το δικαίωμά τους σε ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και χαρακτηρίζονται “RMGιστές”. Αυτός ο χαρακτηρισμός τους στιγματίζει και παραποιεί την αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας». Βέβαια ο υπουργός αποδίδει σκόπιμα αυτόν τον κοινωνικό στιγματισμό όχι σ’ αυτή καθαυτήν την ταξική φιλοσοφία του ΕΕΕ αλλά σε μια ιδιότυπη ρατσιστική αντίδραση της κοινωνίας. Άλλωστε, όπως είναι πια γνωστό, για τα κακά και τα στραβά δεν φταίνε ποτέ οι κυρίαρχες πολιτικές αλλά πάντα η συμπεριφορά της κοινωνίας γενικά. Η αλήθεια είναι ότι οι «RMGιστές» είναι στιγματισμένοι στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας των κοινωνίας, γιατί πολύ απλά αποτελούν μια δεξαμενή φθηνής και υποταγμένης εργατικής δύναμης, η οποία μέσα από τις επίσημες πολιτικές της «ενεργούς στήριξης της απασχόλησης», που συνοδεύουν το ΕΕΕ έχει μετατραπεί σ’ ένα ισχυρό όπλο της εργοδοσίας για τη διαρκή συμπίεση των εργατικών αμοιβών και δικαιωμάτων του συνόλου των εργαζομένων.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 με τις στρατιές των άπορων δικαιούχων να μεγαλώνουν ραγδαία, οι κορυφές της ΕΕ αντιλήφθηκαν αμέσως ότι ήρθε η στιγμή να χρησιμοποιηθεί το ΕΕΕ και ως βασικός μοχλός για τη διευκόλυνση των «ελαστικών» σχέσεων εργασίας και των «ενεργητικών» πολιτικών απασχόλησης. Μια έκθεση της Κομισιόν το 1997 εξηγεί ότι «ο ρόλος των σχημάτων του ελάχιστου εισοδήματος έχει αλλάξει. Καθώς ο αριθμός των δικαιούχων έχει αυξηθεί, τα σχήματα κινδυνεύουν να μετατραπούν σ’ ένα είδος αποζημίωσης για τον αποκλεισμό που επιβεβαιώνει τη ραγδαία κοινωνική διάλυση, αν δεν σχετίζονται με ενεργητικές πολιτικές ενσωμάτωσης. Σήμερα υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση γύρω από την ανάγκη να προχωρήσουμε πέρα από την παραδοσιακή προσέγγιση της κοινωνικής βοήθειας».[23]16 Έτσι η ΕΕ ενσωμάτωσε το ΕΕΕ στις «ντιρεκτίβες» της ως απαραίτητο εργαλείο όχι μόνο για την περίθαλψη των θυμάτων των δικών της πολιτικών και του μεγάλου κεφαλαίου αλλά και για την «ελαστικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων και της απασχόλησης, στο όνομα της «ενσωμάτωσης» των περιθωριοποιημένων στρωμάτων. Η ίδια η αγορά εργασίας με τους «απασχολήσιμους» και τους εργαζομένους χωρίς δικαιώματα και εγγυήσεις εμφανίστηκε ως ιδεώδης τόπος και τρόπος αποκατάστασης των δικαιούχων του ΕΕΕ.
Όπως είναι αναμενόμενο, το ΕΕΕ κατέχει περίοπτη θέση στη νέα «κοινωνική ατζέντα» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιοποιήθηκε στις 10 Φεβρουάριου 2005, και φυσικά συνοδεύει κάθε «πρόταση», η οποία στοχεύει στην ευλυγισία και στην ανταγωνιστικότητα στην αγοράς εργασίας. Μάλιστα η ΕΕ τονίζει στην «κοινωνική ατζέντα» της ότι «θα ξεκινήσει διαβουλεύσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους τα υπάρχοντα σχήματα [ΕΕΕ] δεν είναι αρκετά αποτελεσματικά. Αυτές οι διαβουλεύσεις θα επικεντρωθούν στους κοινωνικούς εταίρους, οι οποίοι εμπλέκονται απευθείας στην εφαρμογή μέτρων ενσωμάτωσης μέσω της αγοράς εργασίας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για συγκεκριμένα μέτρα που παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες». Σε απλά ελληνικά το ενδιαφέρον της ΕΕ επικεντρώνεται στην υπέρβαση των όποιων αντιστάσεων υπάρχουν ακόμη από τους «κοινωνικούς εταίρους», δηλαδή τα συνδικάτα και τους εργαζομένους, για την επιβολή του δίπτυχου ΕΕΕ και «ευλύγιστη» αγορά εργασίας με πρόσχημα τις «καλύτερες ευκαιρίες». Το γιατί μας το εξηγεί μια πρόσφατη δημοσίευση που θριαμβολογεί για τα αποτελέσματα ενός από τα πλέον γενναιόδωρα συστήματα ΕΕΕ στις χώρες της ΕΕ, αυτό της Δανίας: «Η ευλυγισία του μοντέλου της Δανίας για την αγορά εργασίας, που αποκαλείται “ευλυγισία-ασφάλεια”, δίνει τη δυνατότητα στους εργοδότες να προσλαμβάνουν και να απολύουν με ευκολία, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν ακριβά κοινωνικά κόστη. Την ίδια ώρα οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας και έχουν τη δυνατότητα, αν χάσουν τη δουλειά τους, να ακολουθήσουν ένα από τα κυβερνητικά επιδοτούμενα προγράμματα κατάρτισης, σε μια χώρα στην οποία η φορολογία είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη» (AFP 23/10/2005). Η αλήθεια είναι ότι το ΕΕΕ έρχεται να ελευθερώσει τον εργοδότη από τα «κοινωνικά κόστη» της εργασίας, να υπονομεύσει τις όποιες κοινωνικές εγγυήσεις διαθέτει ο εργαζόμενος απέναντι στις απολύσεις, την ανεργία, τη συμπίεση των μισθών και να φορτώσει στο κράτος -και φυσικά, μέσω της φορολογίας, πάλι στους ίδιους τους εργαζόμενους- το κόστος συντήρησης των θυμάτων της πολιτικής του κεφαλαίου. Και όλα αυτά χωρίς ούτε κατά διάνοια να αντιμετωπίζεται η χρόνια μαζική ανεργία και το φάσμα της εξαθλίωσης, που διογκώνει κάθε χρόνο τις στρατιές των αστέγων, οι οποίες όλο και περισσότερο αποτελούν ένα τυπικό «αξιοθέατο» των μητροπόλεων ακόμη και των πιο πλούσιων χωρών της ΕΕ.
[…]
Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο συνεπείς οπαδοί του δόγματος που ήθελε τον πλούτο να τον «παράγουν οι εργαζόμενοι, [και] αυτοί πρέπει να τον καρπώνονται» πρόβαλλαν το «σιδερένιο νόμο των μισθών», που προκύπτει από τη θεωρία της αξίας του Ρικάρντο, για να αποδείξουν ότι είναι αδύνατο για την εργατική τάξη να διεκδικήσει τη βελτίωση της θέσης της εντός του καπιταλισμού. Ο Λασάλ, ένας από τους ακραιφνείς οπαδούς αυτού του δόγματος, έλεγε σε μια διάλεξη προς τους οπαδούς του: «Ο σιδερένιος οικονομικός νόμος που καθορίζει τους μισθούς στις σημερινές συνθήκες, υπό τον έλεγχο της προσφοράς και της ζήτησης για εργασία, είναι ο εξής: Ο μέσος μισθός παραμένει πάντα συρρικνωμένος στο αναγκαίο επίπεδο της επιβίωσης που απαιτούν οι εθνικές συνθήκες για τη συνέχιση της ζωής και την αναπαραγωγή... Αυτός ο νόμος είναι αναμφισβήτητος. Για να τον αποδείξω, μπορώ να παραθέσω οποιοδήποτε μεγάλο και φημισμένο όνομα της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας. Μπορώ να παραθέσω από την ίδια τη φιλελεύθερη σχολή, μιας και αυτή ακριβώς η σχολή ανακάλυψε και παρουσίασε το νόμο... Έτσι μπορώ να δώσω σε εσάς και σ’ ολόκληρη την εργατική τάξη μια αλάνθαστη μέθοδο με βάση την οποία μπορείτε μια και καλή να αποφύγετε την εξαπάτηση και τον αποπροσανατολισμό. Όταν κάποιος σας μιλά για τη βελτίωση της θέσης των εργατών, ρωτήστε τον πρώτα αν αναγνωρίζει αυτόν το νόμο ή όχι; Αν όχι, τότε θα πρέπει να συναγάγετε ότι αυτός είτε θέλει να σας εξαπατήσει είτε είναι οικτρά ανίδεος για την πολιτική οικονομία».[30] Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λασάλ, που είχε στην προμετωπίδα του κόμματος του το σύνθημα «όλος ο πλούτος ανήκει στον εργαζόμενο», ήταν ενάντια στα συνδικάτα, ενώ αναγνώριζε ως «οργάνωση της εργατικής τάξης» μόνο εκείνη που αντιπροσώπευε τις δικές του ιδέες και τον αναγνώριζε ως ηγέτη της. Τι απέμενε για την εργατική τάξη; Μα να ακολουθεί κατά πόδας τους «πατερούληδές» της, τους επιφανείς «ηγέτες» της, να τους ψηφίζει εσαεί στη Βουλή και όταν έρθει η ώρα να οικοδομήσει, κάτω φυσικά από το άγρυπνο βλέμμα τους, τις αυστηρές οδηγίες τους και το καμτσίκι τους, μια άλλη «δίκαιη» κοινωνία. Όλοι αυτοί ήταν τόσο «ξετρελαμένοι με τους εαυτούς τους, ώστε τους ήταν παντελώς αδύνατο να αντιληφθούν την ιδέα ότι οι εργάτες μπορεί στην πραγματικότητα να θέλουν κάτι περισσότερο από την τιμή να τους αντιπροσωπεύουν αυτοί»[31], όπως έγραφε πολύ εύστοχα ο Μπέρνσταϊν το 1893. Η ομοιότητα με τους σημερινούς φορείς των ίδιων συνθημάτων και της ίδιας πολιτικής είναι κάθε άλλο παρά τυχαία.
Απατεώνας και ανίδεος ήταν φυσικά ο Μαρξ -αυτόν υπονοούσε ο Λασάλ, όταν έλεγε τα παραπάνω- μιας και ήταν ο μόνος που υποστήριζε τότε, όχι λόγω κάποιου αισθήματος δικαιοσύνης, αλλά ως προϊόν της δικής του οικονομικής ανάλυσης για τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας, ότι όχι μόνο μπορούσε να καλυτερεύσει η θέση των εργατών στον καπιταλισμό, χωρίς να είναι αναγκαίο να ανατραπεί πρώτα το σύστημα, αλλά ότι η «τελική λύση» της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού περνά αναγκαστικά μέσα από αυτή τη διεκδίκηση καλύτερης θέσης για την εργατική τάξη, δηλαδή μέσα από την πάλη για καλύτερους μισθούς, για βελτίωση των όρων εργασίας και για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος. Για τον Μαρξ οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού δεν είναι ούτε «σιδερένιοι» ούτε «σφουγγαρένιοι»[32], με την έννοια ότι σε κάθε βήμα τους αναγεννούν και ισχυροποιούν την αναίρεσή τους, πρώτα και κύρια με τη μορφή εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που από τη θέση τους είναι υποχρεωμένες να αντιδράσουν έμπρακτα σ’ αυτούς τους νόμους. Κι έτσι μέσα από αυτή την αντίδραση, την πάλη εναντίον της ίδιας της εσωτερικής λογικής τους αλλά και μέσα από τις κατακτήσεις αυτής της πάλης προετοιμάζεται η τελική επαναστατική καταστροφή ολόκληρου του συστήματος των νόμων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Γι’ αυτό και ο Μαρξ χαιρέτισε τις πρώτες κατακτήσεις των εργατών, που αφορούσαν τους μισθούς και τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, ως «νίκη της πολιτικής οικονομίας του προλεταριάτου» πάνω στους «σιδερένιους νόμους» της αστικής πολιτικής οικονομίας.
Από τότε η λαθραία εισαγωγή των «σιδερένιων νόμων» της αστικής οικονομικής στη σκέψη και την πολιτική του εργατικού κινήματος δεν εκφράστηκε μόνο με μεγαλεπήβολα ρεφορμιστικά σχέδια βελτίωσης του καπιταλισμού ως σύστημα και όχι της θέσης της εργατικής τάξης σ’ αυτόν, αλλά και με την άρνηση της πάλης για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις με πρόφαση κάθε φορά τους αρνητικούς συσχετισμούς δύναμης, την ταξική φύση του καπιταλισμού, την άβυσσο που τον χωρίζει από τις ανάγκες των εργατών και επιβάλλει δήθεν το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό δίχως ενδιάμεσους σταθμούς και μεταβατικές φάσεις. Υπήρξαν πολλοί που θέλησαν να ευνουχίσουν το εργατικό κίνημα και να εμφανίσουν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ως «απάτη», ως κάτι το δευτερεύον μπροστά στον επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης. Πρώτα και κύρια ήταν οι φιλελεύθεροι και οι ρεφορμιστές που ταύτιζαν εξ επί τούτου κάθε επαναστατικό σκίρτημα με τις λασαλικές λογικές προκειμένου να πάρουν εργολαβία την πάλη για τις αλλαγές στο εσωτερικό του καπιταλισμού κι έτσι ανεμπόδιστα να οικοδομήσουν σχέσεις εξάρτησης και σκοπιμότητας με τα πλατιά στρώμματα των εργαζομένων. Υπήρξε και πλήθος δήθεν επαναστατών που τους ερχόταν πολύ πιο εύκολο να αυτοϊκανοποιούνται και να βαυκαλίζονται με μεγάλα συνθήματα παρά να ασχολούνται με τη δύσκολη υπόθεση της πάλης για τα καθημερινά προβλήματα της εργατικής τάξης. Όταν ο μαρξισμός διέλυσε τις σέχτες αυτών των δήθεν επαναστατών, εμφανίστηκαν αρκετοί πούροι μαρξιστές που σε κάθε στροφή της ταξικής πάλης ανακάλυπταν ότι ο αγώνας για μεταρρυθμίσεις, για πενταροδεκάρες, για ψίχουλα, δεν έχει νόημα, γιατί πολύ απλά ο καπιταλισμός δεν έχει πια τη δυνατότητα να κάνει παραχωρήσεις. Η παλιά λογική του ρικαρντιανού «σιδερένιου νόμου» ξυπνούσε από τον τάφο της, για να ντυθεί με τα χρώματα του πιο συνεπούς μαρξισμού και μάλιστα του επαναστατικού μαρξισμού.
Για τον Λένιν αυτή η αντιπαράθεση της πάλης για μεταρρυθμίσεις εντός του συστήματος με τον επαναστατικό χαρακτήρα του μαρξισμού, δεν ήταν παρά μια «αστική ερμηνεία» του μαρξισμού. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο καπιταλισμός δεν ήταν παρά ο αντίποδας του σοσιαλισμού, ενώ το πέρασμα από τον πρώτο στο δεύτερο δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο με τη «μορφή μιας απότομης κατάπτωσης, κατάρρευσης του καπιταλισμού», λόγω της «αβύσσου» που χωρίζει τα δυο κοινωνικά καθεστώτα και δεν επιτρέπει μια «ολόκληρη σειρά από περάσματα» μέσα από την πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Σ’ αυτή τη λογική ο Λένιν απαντούσε: «Δεν μπορούμε καθόλου να παραδεχτούμε για σωστό αυτό το πράγμα... Η πάλη για μεταρρυθμίσεις δεν δείχνει καθόλου ότι έγινε “διόρθωση” [στη θεωρία του Μαρξ], δεν διορθώνει καθόλου τη διδασκαλία της αβύσσου και της απότομης κατάπτωσης, γιατί η πάλη αυτή διεξάγεται με ανοιχτό και καθαρά αναγνωρισμένο σκοπό: να φτάσει ακριβώς στην “κατάπτωση”. Κι ότι για να γίνει αυτό, χρειάζεται “ολόκληρη σειρά από περάσματα” -από μια φάση της πάλης σε άλλη, από μια βαθμίδα της σε άλλη- αυτό το αναγνώρισε κι ο Μαρξ στη δεκαετία 1840-1850, λέγοντας στο “Μανιφέστο” ότι το κίνημα για ένα καινούργιο καθεστώς δεν μπορεί να χωρίζεται από το εργατικό κίνημα (και συνεπώς από την πάλη για μεταρρυθμίσεις), και διατύπωσε ο ίδιος στο τέλος μια σειρά πραχτικά μέτρα».[33]
Την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Λένιν αντιμετώπισε πάλι αυτή την «αστική ερμηνεία» του μαρξισμού, όχι τώρα πια από ευυπόληπτους καθηγητές της πολιτικής οικονομίας που δούλευαν για την άρχουσα τάξη, αλλά από συντρόφους του, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι οι συνθήκες είχαν αλλάξει και πως στην εποχή του ιμπεριαλισμού οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ήταν οικονομικά απραγματοποίητες. Κι αυτό γιατί πολύ απλά η είσοδος του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο οδηγούσε αναγκαστικά σε συνολική αντιδραστική στροφή. Έτσι το προλεταριάτο έπρεπε να εγκαταλείψει τον αγώνα για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και να σηκώσει το κόκκινο λάβαρο της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Η απάντηση του Λένιν ήταν το ίδιο αποφασιστική:
[…]
Θα το πούμε ακόμη μια φορά: Το βασικό πρόβλημα με το ΕΕΕ δεν είναι ότι πρόκειται για «ψίχουλα» ή ότι είναι κάτι πολύ «ελάχιστο» τη στιγμή που πρέπει να τα ζητάμε όλα, αλλά ότι συνιστά μια παλιά αντιδραστική επινόηση εις βάρος των εργαζομένων, η οποία σήμερα έχει αναδειχθεί σ’ έναν από τους κύριους μοχλούς υπονόμευσης και κτυπήματος των εργασιακών και κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Το ΕΕΕ δεν έχει σχέση με την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, αλλά με την επιστροφή στις λογικές της φτωχοπρόνοιας, με τον εξευτελισμό, την κοινωνική ποδηγέτηση των πιο φτωχών τμημάτων της εργατικής τάξης και τη μετατροπή τους σε εύκολη λεία για την εφαρμογή των κυρίαρχων πολιτικών. Γι’ αυτό και χρειάζεται να απορριφθεί και να πολεμηθεί ανελέητα από το εργατικό κίνημα.

[6] I. M. Rubinow, Social Insurance, Νέα Υόρκη, 1913, σ. 480.
[7] Στο ίδιο, σ. 481.
[8] Νότη Φωτήλα, Κοινωνική Πολιτική, Αθήνα, 1937, σ. 477.
[9] J. B. Condliffe & A. Stevenson, The Common Interest in International Economic Organisation, Μόντρεαλ, 1944, σ. 18.
[10] W. Cunningham, Ellen A. McArthur, Outlines of English Industrial History, Νέα Υόρκη, 1895, σ. 86.
[11] Edmund Burke, “Thoughts and Details on Scarcity” Select Works of Edmund Burke, τ. 4, Miscellaneous Writings, (Liberty Fund, 1999), § 4.4.77.
[12] Βλέπε την ομιλία του Γουίλιαμ Πιτ στο κοινοβούλιο για το Whitbread bill (την πρόταση νόμου για το βασικό μισθό) στις 12/2/1796. Parliamentary History of England, τ. 36, Λονδίνο, 1803
[13] G. D. H. Cole, A Short History of the British Working Class Movement 1789-1925, τ. I (1789-1848), Λονδίνο, 1925, σ. 109.
[14] Thomas Paine, Collected Writings, Νέα Υόρκη, 1995, σ. 407.
[15] Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 10, Progress Publishers, 1978, σελ. 77-78.
[16] Γκυστάβ Φλωμπαίρ, Η Αισθηματική Αγωγή, Οδυσσέας, 2004, σελ. 375-6.
[17] M. Beer, A History of British Socialism, τ. I, Λονδίνο, 1929, σ. 342.
[18] William Petty, Political Economy of Ireland, Λονδίνο, 1672, σ. 64.
[19] Michael Murray, And Economic Justice for All: Welfare Reform for the 21st Century. Νέα Υόρκη, 1997, σσ. 165-166.
[21] Frances Fox Piven & Richard A. Cloward, Regulating the Poor, Νέα Υόρκη, 1993, σ. 3-4.
[22] OECD, The Welfare State in Crisis, Παρίσι, 1981, σ. 5.
[23] MODERNISING AND IMPROVING SOCIAL PROTECTION IN THE EUROPEAN UNION. Commission Communication COM (97)102, υιοθετήθηκε στις 12 Μαρτίου 1997.
[30] R. C. K. Ensor, Modern Socialism, Λονδίνο, 1904, σσ. 38-40.
[31] Edward Bernstein, Ferdinand Lassale, Λονδίνο, 1893, σ. 14.
[32] Βλέπε Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, 1979, σ. 19
[33] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 1, Σύγχρονη Εποχή, 1983, σ. 459-460.
[34] Μαρξ-Ένγκελς, Για τον Συνδικαλισμό, Αναγνωστίδης, σελ. 109-10.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου