Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Γιαμπουλάνι: Μπάλα σε κρίση... επιληψίας!


Η ζωή μιας ποδοσφαιρικής μπάλας δεν είναι εύκολη. Σε κάθε αγώνα δέχεται περί τα 2.000 χτυπήματα και πρέπει να διατηρείται σε φόρμα. Η Γιαμπουλάνι, η επίσημη μπάλα του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Νότιο Αφρική, το κάνει. Αποτελεί το μέχρι στιγμής κορυφαίο δημιούργημα στην κατασκευή μπαλών, είναι η διαχρονικά πιο στρογγυλή (απόκλιση μόλις 0,1% από το τέλειο), σταθερή στο σχήμα της και αδιάβροχη. Εντούτοις το μέτωπο των επικριτών της είναι πιο ευρύ από κάθε άλλη φορά.
Οι διαμάχες γύρω από την μπάλα της εκάστοτε τελικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου έχουν πλέον καθιερωθεί ως αναπόσπαστο κομμάτι της διοργάνωσης. Ήδη από το Μουντιάλ στο Μεξικό το 1970 ορισμένοι φώναζαν πως η μπάλα με τα 12 μαύρα πεντάγωνα και τα έξι λευκά εξάγωνα είχε δημιουργηθεί μόνο για τηλεοπτικούς λόγους. Και το 1986, πάλι στο Μεξικό, πολλοί συμμετέχοντες επέκριναν την «Αζτέκα» (η πρώτη απόλυτα συνθετική μπάλα) ως υπερβολικά γρήγορη και απρόβλεπτη.

«Κάνει αστεία πράγματα»
Στο 19ο Παγκόσμιο Κύπελλο, εντούτοις, οι επικρίσεις έρχονται πανταχόθεν: τερματοφύλακες, παίκτες, προπονητές. «Η μπάλα είναι δύσκολη για όλους μας. Δεν μπορούμε να τη συνηθίσουμε», γκρίνιαξε ο Λιονέλ Μέσι, μολονότι έχει μέγα χορηγικό συμβόλαιο με την adidas, η οποία από το 1970 κατασκευάζει τις μπάλες των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Στο Χερτσόγκεναουραχ, έδρα της adidas, προφανώς δεν χάρηκαν από τις σταράτες κουβέντες του Αργεντινού σούπερ αστέρα. «Είμαστε όμως σίγουροι ότι ο Λιονέλ Μέσι θα συνηθίσει την μπάλα και θα κάνει καταπληκτικές εμφανίσεις στο Παγκόσμιο Κύπελλο», τόνισε ο εκπρόσωπος Τύπου της γερμανικής εταιρείας, Όλιβερ Μπρίγκεν, και συμπλήρωσε: «Γεγονός είναι ότι η Γιαμπουλάνι πέρασε από εντατικές δοκιμές, χρησιμοποιείται στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα από τις 4 Δεκεμβρίου 2009 και μέχρι στιγμής ουδείς είχε παραπονεθεί».
Το κυτίο παραπόνων άρχισε να γεμίζει λίγο πριν και κυρίως μετά την έναρξη της διοργάνωσης, στην οποία οι πλείστες γκάφες τερματοφυλάκων έχουν αποδοθεί στη Γιαμπουλάνι. «Αυτή η μπάλα είναι ντροπή», δήλωσε ο Ιταλός Τζιανλουίτζι Μπουφόν, «έχει αινιγματικό χαρακτήρα», εκτίμησε ο Ισπανός Ίκερ Κασίγιας, «για τους αμυντικούς είναι δύσκολο να υπολογίσουν την πορεία της, στους επιθετικούς δυσχεραίνει το τελείωμα των φάσεων», κατέληξε ο Παραγουανός Χούστο Βιγιάρ.
«Είναι δύσκολο να την κοντρολάρεις στις μακρινές μπαλιές», παραδέχτηκε ο αρχηγός της Σλοβενίας, Ρόμπερτ Κόρεν. «Όλες οι ομάδες έχουν πρόβλημα με τις μακρινές μπαλιές και τις σέντρες», συμπλήρωσε ο αμυντικός στυλοβάτης της Σερβίας, Νεμάνια Βίντιτς. Το κερασάκι στην τούρτα, εκ μέρους των προπονητών, ανέλαβε να βάλει ο Μπερτ φαν Μάρβαϊκ. «Αυτό το τόπι πετά προς όλες τις κατευθύνσεις και κάνει αστεία πράγματα», κατακεραύνωσε ο Ολλανδός εκλέκτορας την μπάλα, η οποία στον αέρα μοιάζει να τελεί υπό διαρκή κρίση… επιληψίας.
Αυξημένης ταχύτητας
Ο Άντι Χάρλαντ από το Πανεπιστήμιο του Λάφμπορο, υπεύθυνος για τα αεροδυναμικά τεστ και το σχεδιασμό της Γιαμπουλάνι, αποδίδει τις διαμαρτυρίες στην αυξημένη ταχύτητα της μπάλας, η οποία ούτως ή άλλως είναι γρηγορότερη από τις προκατόχους της και αποκτά ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα ανάλογα με το υψόμετρο. Για παράδειγμα στο Γιοχάνεσμπουργκ (1.700 μέτρα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας) γίνεται ταχύτερη κατά 5%. «Αυτό αφήνει λιγότερο χρόνο αντίδρασης στους τερματοφύλακες», υπογραμμίζει ο Χάρλαντ.
Είναι όμως η μεγαλύτερη ταχύτητα η εξήγηση των πάντων; «Οι παίκτες βλέπουν την μπάλα να έρχεται προς το μέρος του και μετά συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό», ισχυρίζεται ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας, Ντέρεκ Λάινβεμπερ. Το πόρισμα της μελέτης του: αν η μπάλα χτυπηθεί με κλίση, η πτήση της είναι πολύ σταθερή. Αν όμως χτυπηθεί ψηλά και ευθεία, αλλάζει εν μέρει αρκετές φορές την πορεία της στον αέρα.
«Είναι ένα φυσικό φαινόμενο, το οποίο μπορεί να δημιουργηθεί σε κάθε μπάλα», δηλώνει ο Χανς-Πέτερ Νίρνμπεργκ, υπεύθυνος στην adidas για την τεχνική εξέλιξη των μπαλών του Παγκοσμίου Κυπέλλου. «Υπό φυσιολογικές συνθήκες ο αέρας αγκαλιάζει την μπάλα και δημιουργεί πίσω της ένα μικρό στρόβιλο. Αυτό το αέρινο αγκάλιασμα ωστόσο μπορεί να σπάσει από διαταραχές και πλάγιες δυνάμεις να επιδράσουν στην μπάλα, με αποτέλεσμα ν’ αλλάζει πορείες».
Τρόποι χτυπήματος
Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να παραχθεί απόλυτα συνειδητά, ισχυρίζεται ο Νίρνμπεργκ, «όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο σερβίς του βόλεϊ. Στο ποδόσφαιρο τέτοια χτυπήματα κάνουν παίκτες όπως ο Μέσι ή ο Μπέκαμ. Το πόδι δεν χτυπά την μπάλα με όλη τη δύναμη της φόρας, αλλά φρενάρει λίγο πριν το σουτ και χτυπά ξερά την μπάλα».
Ο Κριστιάνο Ρονάλντο προτιμά μια άλλη προσέγγιση: τη χτυπά όσο πιο χαμηλά γίνεται και μετά σηκώνει γρήγορα το πόδι ψηλά δίνοντάς της τη μέγιστη περιστροφή, με αποτέλεσμα η μπάλα να παίρνει πολύ μεγάλο ύψος και να κατεβαίνει λίγο προτού πλησιάσει την εστία. Η τρίτη εναλλακτική είναι να μη δώσεις καμία τροχιά στην μπάλα, η οποία μέσω περιδινήσεων χορεύει στον αέρα και μπορεί ν’ αλλάξει τροχιά ακόμη και λίγο πριν την εστία. «Είναι απίστευτο. Η μπάλα συμπεριφέρεται σαν να την κατευθύνει κάποιος και απόλυτα αιφνίδια αλλάζει πορεία στον αέρα», περιέγραψε την εμπειρία του ο Βραζιλιάνος επιθετικός Λουίς Φαμπιάνο.

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΓΙΑΜΠΟΥΛΑΝΙ
1. ΦΥΣΑΛΙΔΑ
Αποτελείται από λατέξ, είναι υπεύθυνη για την άριστη συμπεριφορά στις προσκρούσεις και στις αναπηδήσεις. Η Γιαμπουλάνι με περίμετρο 69 εκατοστών είναι μία από τις πιο στρογγυλές μπάλες όλων των εποχών
2. ΑΕΡΙΝΕΣ ΕΓΚΟΠΕΣ
Αυτές οι εμβαθύνσεις υπάρχουν σε όλη την επιφάνεια της Γιαμπουλάνι, προκειμένου να σταθεροποιούν τη συμπεριφορά της στον αέρα.
3. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ
Αποτελείται από μείγμα πολυεστέρας και βαμβακιού, είναι ο υποστηρικτικός σκελετός της μπάλας.
4. ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΕΣ ΠΛΑΚΕΣ
Το κάλυμμα της μπάλας, η οποία ζυγίζει 440 γραμμάρια, αποτελείται από οκτώ συγκολλημένες τρισδιάστατες πλάκες. Η δομή της επιφάνειας αυξάνει τον έλεγχο της μπάλας.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εουσέμπιο & Χαρστ: Οι ήρωες του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1966 (Αγγλία)

Η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966 στην Αγγλία ήταν η μοναδική φορά που συμμετείχε στη συγκεκριμένη διοργάνωση ο Εουσέμπιο. Ωστόσο το «μαύρο μαργαριτάρι» της Πορτογαλίας κατάφερε να λάμψει τόσο, ώστε να μετατραπεί σε θρύλο. Ο γεννημένος στις 25 Ιανουαρίου 1942 στη Μοζαμβίκη άσος, ο οποίος κουβαλούσε τη φήμη ενός ποδοσφαιρικού θεού, σημείωσε εννέα τέρματα στην πρώτη και τελευταία του συμμετοχή σε Μουντιάλ.
Από τρυφερή ηλικία ο ευλύγιστος και συνάμα δυναμικός ποδοσφαιριστής, τον οποίο αργότερα πολλοί σύγκριναν με πάνθηρα, διέπρεψε στην πατρίδα του αγωνιζόμενος στη Λουρένσο Μάρκες. Οι δύο μεγάλοι σύλλογοι της Λισσαβόνας, Μπενφίκα και Σπόρτινγκ, έστρεψαν την προσοχή τους σε αυτό το ακατέργαστο διαμάντι από την τότε πορτογαλική αποικία στα νοτιοανατολικά της Αφρικής. Ξεκίνησε ένας πραγματικός πλειοδοτικός διαγωνισμός, τον οποίο εν τέλει κέρδισε η Μπενφίκα.

Ο 18χρονος τότε Εουσέμπιο αποδείχθηκε ένα λαχείο για τους «αετούς», στους οποίους εντάχθηκε το 1960 και αγωνίστηκε συνολικά για 14 χρόνια. Δύο χρόνια μετά την άφιξή του κατέκτησε μαζί τους το Κύπελλο Πρωταθλητριών κατορθώνοντας στον τελικό της διοργάνωσης να επισκιάσει ακόμη και τον μέγα Αλφρέδο ντι Στέφανο της «βασίλισσας».
Ο Εουσέμπιο έδωσε δύναμη και αυτοπεποίθηση στο πορτογαλικό ποδόσφαιρο. Ήταν αυτός που διασφάλισε την πρόκριση στην τελική φάση του Μουντιάλ της Αγγλίας, όπου όσοι μέχρι τότε απλώς είχαν ακούσει διηγήσεις γι’ αυτό το ποδοσφαιρικό φαινόμενο έγιναν αυτόπτες μάρτυρες και λάτρεις της τέχνης του. Διότι ο «μαύρος πάνθηρας» δεν εκπλήρωσε απλώς τις προσδοκίες -τις υπερκέρασε!
Καρέ σε 24’!
Στη φάση των ομίλων η Πορτογαλία πανηγύρισε νίκες επί της Ουγγαρίας (3-1), της Βουλγαρίας (3-0) και της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Βραζιλίας (3-1 με δύο τέρματα του Εουσέμπιο). Στα προημιτελικά αντίπαλος ήταν η Βόρειος Κορέα, η οποία είχε προκριθεί χάρη σε μια απροσδόκητη νίκη επί της Ιταλίας και ενώπιον 50.000 θεατών στο «Γκούντισον Παρκ» ήταν μπροστά στο σκορ με 3-0 μετά από 25 λεπτά! Οι Ίβηρες είχαν ανάγκη τον Εουσέμπιο κι εκείνος δεν κώφευσε στο κάλεσμά τους. Ως το 59’ είχε βρει τέσσερις φορές το δρόμο προς τα δίχτυα! Το παιχνίδι είχε γυρίσει, το τελικό 5-3 έστειλε την Πορτογαλία στα ημιτελικά, όπου την περίμενε η οικοδέσποινα.
Η Αγγλία αποδείχθηκε τερματικός σταθμός, επειδή -μεταξύ άλλων- ο Εουσέμπιο βρήκε τον μάστορά του στο πρόσωπο του σκληροτράχηλου και ενίοτε αντιαθλητικού Νόμπι Στάιλς. «Χάσαμε μεν τον ημιτελικό, αλλά το πορτογαλικό ποδόσφαιρο ήταν ένας από τους μεγάλους νικητές», εκτίμησε αργότερα ο «μαύρος πάνθηρας», όταν το χαρακτηριστικό χαμόγελό του υπερνίκησε τα πικρά δάκρυα του αποκλεισμού. Επρόκειτο για ένα περήφανο χαμόγελο, με το οποίο «απαντούσε» μόνιμα στις διαρκώς επαναλαμβανόμενες ρατσιστικές προκλήσεις.
Άγαλμα
Μετά από 64 παιχνίδια και 41 τέρματα ο Εουσέμπιο τερμάτισε την καριέρα του με το εθνόσημο, αλλά σε συλλογικό επίπεδο συνέχισε να αγωνίζεται με εξαιρετική επιτυχία στην Μπενφίκα. Μετά από 11 πρωτάθλημα και πέντε κύπελλα αποχώρησε το 1974 από τη Λισαβόνα και συνέχισε στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική, προτού το 1978 ένας τραυματισμός στο γόνατο τον υποχρεώσει να κρεμάσει τα παπούτσια του.
Αναγνωρίζοντας τον Μοζαμβικανό, ο οποίος το 2004 ήταν πρεσβευτής της κατ’ επιλογήν πατρίδας του στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ως έναν εν ζωή θρύλο η Μπενφίκα του απέτισε φόρο τιμής τοποθετώντας ένα μπρούτζινο άγαλμά του στην είσοδο του “Estadio de Luz”. Ένα άγαλμα αναγνώρισης και ευχαριστίας για τα 317 τέρματα σε 301 παιχνίδια πρωταθλήματος, για την αφοσίωση και το χαμόγελό του.

Ο «χρυσός σκόρερ» Τζέοφ Χαρστ (Αγγλία)
30 Ιουλίου 1966, στάδιο Ουέμπλεϊ, Λονδίνο. Μετά την ισοφάριση του Ουέμπερ σε 2-2 ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου ανάμεσα σε Αγγλία και Γερμανία οδηγείται στην παράταση. Το ρολόι σημαδεύει το 101’, όταν ο Άλαν Μπολ βγάζει μια σέντρα, ο Τζέοφ Χαρστ υποδέχεται την μπάλα και από τα έξι μέτρα τη στέλνει στο οριζόντιο δοκάρι της γερμανικής εστίας. Ό,τι ακολουθεί, ανήκει στην ποδοσφαιρική  ιστορία.
Από το δοκάρι η μπάλα αναπηδά στον αγωνιστικό χώρο. Πάνω ή μέσα από τη γραμμή; Ακόμη και ο διαιτητής Γκότφριντ Ντινστ δεν είναι βέβαιος και συμβουλεύεται τον Σοβιετικό επόπτη Τόφικ Μπαχράμοφ. Κοινή γλώσσα συζήτησης δεν υπάρχει, συνεπώς μέσω νοημάτων καταλήγουν στο πόρισμα: η μπάλα ήταν μέσα, γκολ για την Αγγλία, 3-2 υπέρ της οικοδέσποινας. Μια απόφαση, η οποία καθιέρωσε την έκφραση «το τέρμα του Ουέμπλεϊ» στο γερμανικό ποδοσφαιρικό λεξιλόγιο και έκτοτε προκαλεί έντονες συζητήσεις μεταξύ των ποδοσφαιρόφιλων.
Η ατάκα
Ο σκόρερ του -τουλάχιστον από γερμανικής άποψης- πιο αμφισβητήσιμου γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου (μια εικοσαετία αργότερα οι Άγγλοι, στον ημιτελικό του Μουντιάλ στο Μεξικό κόντρα στην Αργεντινή, έγιναν θύματα ενός εξίσου αμφιλεγόμενου τέρματος: αυτού που σημείωσε ο Ντιέγκο Μαραντόνα με το θρυλικό «χέρι του Θεού») περνά οριστικά στην αθανασία στο τελευταίο λεπτό της παράτασης: μετά από βαθιά μπαλιά του Μπόμπι Μουρ φεύγει -αμαρκάριστος από τους προωθημένους Γερμανούς αμυντικούς- και με δυνατό σουτ διαμορφώνει το τελικό 4-2 που χαρίζει στην Αγγλία το μοναδικό μέχρι σήμερα παγκόσμιο κύπελλό της. Αργότερα ο Χαρστ παραδέχτηκε ότι στη συγκεκριμένη φάση ήθελε απλώς να στείλει την μπάλα στην κερκίδα, ώστε να κερδίσει χρόνο!
Τη στιγμή της πάσας ο διαιτητής είχε βάλει τη σφυρίχτρα στο στόμα, χωρίς όμως να τη χρησιμοποιήσει. Ορισμένοι θεατές παρανόησαν, υπέθεσαν πως ο αγώνας είχε λήξει και εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο προσφέροντας στην αγγλική αθλητική μετάδοση την πιο διάσημη ατάκα της δια στόματος του σχολιαστή του BBC Κένεθ Γούλστενχομ: «Και εδώ έρχεται ο Χαρστ, έχει πάρει… (αντιλαμβάνεται τους εισβολείς)… ορισμένοι θεατές είναι στο γήπεδο, νομίζουν ότι όλα έχουν τελειώσει! [Ο Χαρστ σουτάρει και σκοράρει] Τώρα έχουν τελειώσει! Είναι το 4-2!» Μια ατάκα, την οποία αργότερα ακόμη και οι Beatlesαπαθανάτισαν στην έκδοση του “Glass Onion” για το άλμπουμ “Anthology3”: στο τέλος του τραγουδιού ακούγεται η φωνή του Γούλστενχολμ να επαναλαμβάνει τη συγκεκριμένη ατάκα, καθώς ο ήχος χαμηλώνει…
Χατ τρικ
Επιστροφή στον Χαρστ. Ο επιθετικός της Γουέστ Χαμ είχε ισοφαρίσει στο 18’ μετά από σέντρα του συμπαίκτη του Μπόμπι Μουρ (μαζί με τον Μάρτιν Πέτερς, σκόρερ του 2-1, ο τρίτος παίκτης των «σφυριών» στην εθνική ομάδα) το 0-1 του Χέλμουτ Χάλερ. Χάρη στα τέρματα αυτά παραμένει μέχρι σήμερα ο μοναδικός παίκτης που έχει σκοράρει τρις σε τελικό Μουντιάλ (και μάλιστα με τέλειο χατ τρικ, αφού βρήκε δίχτυα με το κεφάλι, με τα δεξί και με το αριστερό πόδι)!
Στο ξεκίνημα του τουρνουά ο Χαρστ δεν ήταν πρώτη επιλογή στην επίθεση. Ο ομοσπονδιακός τεχνικός, Αλφ Ράμσεϊ, εμπιστευόταν τους Τζίμι Γκριβς (Τότεναμ) και Ρότζερ Χαντ (Λίβερπουλ). Ο πρώτος όμως τραυματίστηκε στην κνήμη στο τελευταίο παιχνίδι του ομίλου, κόντρα στη Γαλλία. Ο Χαρστ, ο οποίος πέντε μήνες νωρίτερα είχε κάνει το ντεμπούτο του με τα «τρία λιοντάρια», δεν άφησε την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη.
Μετά το νικητήριο τέρμα στον αμφίρροπο προημιτελικό κόντρα στην Αργεντινή κέρδισε τη θέση του βασικού. Μολονότι ο Γκριβς ήταν έτοιμος για τον τελικό και ο αγγλικός Τύπος τον ήθελε οπωσδήποτε στην ενδεκάδα, ο Ράμσεϊ στήριξε τον 24χρονο Χαρστ και δικαιώθηκε. Μόλις στην όγδοη από τις 49 συμμετοχές του με την εθνική Αγγλίας ο επιθετικός, ο οποίος το 1998 χρίστηκε ιππότης από τη Βασίλισσα Ελισάβετ, εξασφάλισε ως μουντιαλικός ήρωας μια θέση στα βιβλία της ιστορίας -ασχέτως αν η κατάκτηση του τίτλου αποδείχθηκε για τη μητέρα του ποδοσφαίρου από πολλές απόψεις περισσότερο κατάρα παρά ευλογία…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Γκαρίντσα: Ο ήρωας του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1962 (Χιλή)

Το 1958 αναδείχθηκε για πρώτη φορά παγκόσμιος πρωταθλητής, ωστόσο παρά τις απαράμιλλες ντρίμπλες του ο μόλις 17χρονος Πελέ του έκλεψε την παράσταση. Τέσσερα χρόνια αργότερα «επωφελούμενος» από έναν τραυματισμό του ανερχόμενου αστέρα ο Γκαρίντσα οδήγησε με τέσσερα τέρματα τη «σελεσάο» στο δεύτερο συναπτό θρίαμβο σε Μουντιάλ και προσωρινά επισκίασε τον Πελέ.
Η υποχρεωτική συνύπαρξη αυτών των δύο ήταν ιδιαίτερης φύσης. Παρόντων στην ενδεκάδα της αυτών των δύο εξαίρετων ποδοσφαιριστών, η «σελεσάο» δεν έχανε παιχνίδι. Άλλωστε ο Γκαρίντσα έκλεισε την καριέρα του με το εθνόσημο (50 συμμετοχές, 12 γκολ) έχοντας γνωρίσει μόλις μια ήττα: το 1-3 κόντρα στην Ουγγαρία -στην αυλαία της φάσης των ομίλων του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966 στην Αγγλία. Το συγκεκριμένο παιχνίδι σηματοδότησε τον πρόωρο αποκλεισμό των Βραζιλιάνων και αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του βιρτουόζου ντριμπλέρ.

Ότι ο γεννημένος στις 28 Οκτωβρίου 1933 Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος θα συναγωνιζόταν σε ποιότητα και δημοφιλία τον μετέπειτα ποδοσφαιρικό θρύλο Πελέ δεν ήταν εξ αρχής προφανές. Το κατά έξι εκατοστά κοντύτερο αριστερό του πόδι μόνο ιδεώδης προϋπόθεση μιας επιτυχημένης καριέρας δεν ήταν και ώθησε έναν εκ των αδελφών του να του χαρίσει το παρατσούκλι «Γκαρίντσα», εμπνευσμένο από το εξωτικό πτηνό με το περίεργο περπάτημα.
Ο παθιασμένος με το ποδόσφαιρο έφηβος δεν άφησε όμως το σωματικό μειονέκτημα να τον αποθαρρύνει και το 1953 άδραξε την προσφερόμενη από την Μποταφόγκο ευκαιρία. Ο εντυπωσιακός τρόπος παιχνιδιού με τις ενθουσιώδεις ντρίμπλες και το σχεδόν ανεξάντλητο ρεπερτόριο σε τρικ, με τα οποία εξέθετε αντιπάλους, μετέτρεψαν τον προερχόμενο από φτωχή οικογένεια άσο σε αγαπημένο του κοινού -και τον Αύγουστο του 1955 τον έχρισαν διεθνή.
Ο παγκόσμιος τίτλος με την εθνική Βραζιλίας το 1958 ήταν το πρώτο χάιλαϊτ ενός παίκτη, ο οποίος ούτε αγωνιστικά ούτε προσωπικά νικήθηκε από οποιουσδήποτε περιορισμούς. Και το 1962, μετά τον τραυματισμό του Πελέ, μάγεψε τα πλήθη και αναδείχθηκε σε κεντρική φιγούρα στη «σελεσάο». Εκκινώντας από πολύ χαμηλά ο Γκαρίντσα ανέβηκε -μετά τα δύο τέρματά του στον προημιτελικό απέναντι στην Αγγλία (3-1) και στον ημιτελικό κόντρα στην οικοδέσποινα Χιλή (4-2)- στην κορυφή του Ολύμπου, απ’ όπου όμως έπεσε ξανά πολύ χαμηλά.
Ο καλλιτέχνης της ντρίμπλας με το σουτ-μπανάνα δεν κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στην ύψιστη ποδοσφαιρική τέχνη και στην κυριαρχούμενη από αλκοόλ και γυναίκες ζωή. Κατρακύλησε στο βούρκο και πέθανε το 1983 σε ηλικία μόλις 49 ετών. Εκατοντάδες χιλιάδες Βραζιλιάνοι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία υπογραμμίζοντας τοιουτοτρόπως πόσο πολύ τους είχε μαγέψει επί χρόνια ο Γκαρίντσα με τις ποδοσφαιρικές παραστάσεις του. Στην επιτύμβια πλάκα του στο νεκροταφείο “Jardim da Saudade” αναγράφεται: «Ενθάδε κείται εν ειρήνη η χαρά των ανθρώπων, ο Μανέ Γκαρίντσα».
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Φοντέν: Ο ήρωας του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1958 (Σουηδία)

Αν η ζωή του μεταφερόταν στον κινηματογράφο, ένας αρμόζων τίτλος θα ήταν αναμφίβολα το «ήρωας κατά λάθος». Στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 στη Σουηδία ο Ζιστ Φοντέν άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του και εξασφάλισε αιώνια θέση στα βιβλία ιστορίας του ποδοσφαίρου επιτυγχάνοντας 13 τέρματα!
Μια μέχρι σήμερα απλησίαστη επίδοση, η οποία όμως δεν θα υπήρχε, αν ο βασικός επιθετικός περιοχής των «τρικολόρ» Ρενέ Μπλιάρ δεν τραυματιζόταν. Η δική του απουσία αποτέλεσε την ευκαιρία, την οποία ο Φοντέν αξιοποίησε στο έπακρο. Το ποδοσφαιρικό είδωλο της Γαλλίας στη δεκαετία του 50 έδεσε άμεσα και αρμονικά με τους υπόλοιπους διεθνείς και στη διοργάνωση της Σουηδίας σημείωσε τα 13 από τα 23 τέρματα του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος.

Τρία απέναντι στην Παραγουάη (7-3), δύο απέναντι στη Γιουγκοσλαβία (2-3), ένα απέναντι στη Σκοτία (2-1), ένα στον ημιτελικό με τη Βραζιλία (2-5) και τέσσερα στο 6-3 επί της Γερμανίας στο μικρό τελικό. Εντυπωσιακός απολογισμός ενός μύθου, ο οποίος σε συνολικά μόλις 21 συμμετοχές με το εθνόσημο πέτυχε 30 γκολ!
Το 1958 ήταν αδιαμφισβήτητα η χρονιά του όχι ιδιαίτερα υψηλόσωμου (1,74 μ.) Φοντέν, αφού πριν ταξιδέψει στη Σουηδία με την εθνική ομάδα είχε κατακτήσει με τη Ρεμς το πρωτάθλημα, το κύπελλο και τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στη Γαλλία.
Ύμνοι από Πελέ
Ατυχώς γι’ αυτόν ο τίτλος της παγκόσμιας πρωταθλήτριας κατέληξε στη Βραζιλία του τότε 17χρονου Πελέ, ωστόσο ο τελευταίος κατά την επιστροφή του στην πατρίδα είχε παραδεχθεί στον πατέρα του: «Εμείς βγήκαμε πρώτοι, αν έβλεπες όμως τον Φοντέν…» Η σχεδόν απίστευτη ταχύτητα στις τοποθετήσεις και η εξαιρετική ακρίβεια στο σουτ ήταν τα σήματα-κατατεθέντα του μεγάλου κανονιέρη, ο οποίος είχε ξεκινήσει την καριέρα του στη γενέτειρά του, το Μαρακές του Μαρόκο.
Ο πατέρας του επιθυμούσε να τον δει να αφοσιώνεται στο μπάσκετ ή στο στίβο και στην ιατρική. Τον είχε πείσει, όμως οι προτεραιότητες του Φοντέν ανατράπηκαν, όταν στην πρώτη του χρονιά με τη Μαρακές το πρωτάθλημα νέων. Με ενδιάμεσο σταθμό την Καζαμπλάνκα, με τη φανέλα της οποίας αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο εγχώριο πρωτάθλημα, ο 20χρονος έκανε το άλμα στη Γαλλία. Εκεί αγωνίστηκε στη Νις, την οποία οδήγησε αμέσως στο κύπελλο και την επόμενη σεζόν στο πρωτάθλημα, και στη Ρεμς, με την οποία αναδείχθηκε δις κορυφαίος σκόρερ του σαμπιονά.
Πικρό φινάλε
Η λαμπρή καριέρα του διακόπηκε βίαια σε ηλικία 27 ετών. Στις 20 Μαρτίου 1960 υπέστη διπλό κάταγμα κνήμης και περόνης σε αγώνα στο Σοσό. Επέστρεψε τον Νοέμβριο, όμως τρεις εβδομάδες αργότερα έσπασε εκ νέου το πόδι του και υποχρεώθηκε να κρεμάσει τα παπούτσια του. Τα μέχρι τότε 116 τέρματα σε 117 παιχνίδια με τη Ρεμς συνιστούν ακόμη μια ανεπανάληπτη επίδοση.
Ακολούθως ο γεννημένος στις 18 Αυγούστου 1933 Φοντέν έγινε πρόεδρος του γαλλικού συνδέσμου ποδοσφαιριστών και για ένα μικρό διάστημα ομοσπονδιακός εκλέκτορας. Η μετάβαση στην προπονητική ωστόσο δεν αποδείχθηκε επιτυχημένη, ο Φοντέν δεν καθιερώθηκε ούτε στην εθνική ομάδα ούτε στην Παρί Σεν Ζερμέν. Αντιθέτως πολύ καλύτερα τα κατάφερε αργότερα ως έμπορος.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Πούσκας & Βάλτερ: Οι ήρωες του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954 (Ελβετία)

Στην ποδοσφαιρική ιστορία της Ουγγαρίας το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ελβετία το 1954 καταχωρήθηκε ως μια τραγωδία ένεκα της ήττας στον τελικό από τη Γερμανία με 3-2. Εντούτοις, ο αρχηγός εκείνης της ονειρικής εθνικής των Μαγυάρων, Φέρεντς Πούσκας, πέρασε στην αθανασία ως ένας εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών.
Μόλις στα 16 αυτός ο ανεπανάληπτος άσος έδειξε την κλάση του στην πρώτη κατηγορία της Ουγγαρίας με την Κίσπεστ Βουδαπέστης (σ.σ. μετονομάστηκε αργότερα σε Χόνβεντ). Ένα χρόνο αργότερα ήρθε η κλήση στην εθνική, όπου ραγδαία ανελίχθηκε σε αρχηγό της ομάδας-θαύμα, όπως αποκλήθηκε ένεκα της επιβλητικής αγωνιστικής υπεροχής της.

Το 1952 οι Ούγγροι κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο στην Ολυμπιάδα του Ελσίνκι, ένα χρόνο αργότερα κονιορτοποίησαν -με εξαίσιο επιθετικό ποδόσφαιρο- τη μέχρι τότε αήττητη εντός έδρας Αγγλία. Εκείνο το μυθικό 6-3 στο Ουέμπλεϊ, στο οποίο ο Πούσκας σημείωσε δύο τέρματα, πέρασε στις ποδοσφαιρικές καλένδες ως «το παιχνίδι του αιώνα».
Εντυπωσιακή και αήττητη από το 1950 ως το 1954 η Ουγγαρία ταξίδεψε στην Ελβετία ως ακλόνητο φαβορί. Επιβεβαίωσε τα προγνωστικά προελαύνοντας ως τον τελικό, στον οποίο όμως έπεσε θύμα έκπληξης και υποχρεώθηκε στην πιο οδυνηρή ήττα της ιστορίας της. Ο Πούσκας (θεατής στο μεγαλύτερο μέρος του τουρνουά, αφού τραυματίστηκε στο δεύτερο παιχνίδι, έλειψε από τα δύο επόμενα και επανήλθε στον τελικό, όπου όμως ήταν εμφανής η έλλειψη εκρηκτικότητα) άνοιξε το σκορ στο 6’, ο Ζόλταν Σίμπορ πέτυχε το 2-0 στο 8’, όμως οι Γερμανοί χάρη στα τέρματα των Μόρλοκ (10’) και Ραν (18’, 84’) δημιούργησαν το «θαύμα της Βέρνης». Την ώρα της μεγαλύτερης ήττας του ο Πούσκας επέδειξε μεγαλείο συγχαίροντας τους νικητές.
Αποκλεισμός 18 μηνών
Μετά το Μουντιάλ ο ιδιοφυής ντριμπλέρ συνέχισε την επιτυχημένη καριέρα του σε Χόνβεντ και εθνική ομάδα, ωστόσο οι πολιτικές εξελίξεις επέφεραν σημαντικές αλλαγές στη ζωή του. Το 1956 ελέω της αιματηρής καταστολής της λαϊκής εξέγερσης στην Ουγγαρία από το σοβιετικό στρατό η κατάσταση στο τότε σταλινικό κράτος έγινε εξαιρετικά ανασφαλής. Ο Πούσκας, ο οποίος ευρισκόταν στο Μπιλμπάο ένεκα ευρωπαϊκού αγώνα, δεν επέστρεψε. Αποφάσισε να ζήσει στη Βιέννη. Στα χνάρια του βάδισαν πολλοί διεθνείς, με αποτέλεσμα να επέλθει το τέλος της ομάδας-θαύμα της Ουγγαρίας.
Ο «καλπάζων ταγματάρχης», προσωνύμιο που απέκτησε στη Χόνβεντ, πλήρωσε αυτήν την απόφαση με αποκλεισμό 18 μηνών, τον οποίο κατόπιν πίεσης της ουγγρικής ομοσπονδίας του επέβαλε η FIFA. Επανερχόμενος στην ενεργό δράση μεταπήδησε στη Ρεάλ, όπου συνάντησε τον Αλφρέντο ντι Στέφανο κι έγιναν οι θεμέλιοι λίθοι της χρυσής εποχής της «βασίλισσας». Τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών και έξι πρωταθλήματα Ισπανίας κατέκτησε με τους «μερένγκες», ενώ το 1960 πήρε μια μικρή, μεταχρονολογημένη εκδίκηση από τους Γερμανούς για τον χαμένο τελικό στη Βέρνη: με τέσσερα τέρματα οδήγησε τη Ρεάλ στο 7-3 απέναντι στη Φρανκφούρτη στον τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης. Το 1961 απέκτησε την ισπανική υπηκοότητα, ωστόσο στις τέσσερις συμμετοχές του με τους «φούριας ρόχας» έμεινε άσφαιρος και αποκλείστηκε ήδη από τον πρώτο γύρο στο Μουντιάλ της Χιλής το 1962.
Στον τελικό με τον ΠΑΟ
Μετά το πέρας της καριέρας του ως παίκτης ο Πούσκας έγινε προπονητής σε Ισπανία, Λ. Αμερική και Ελλάδα, επιτυχίες όμως γεύτηκε μόνο με τον Παναθηναϊκό, με τον οποίο κατέκτησε δις το πρωτάθλημα (1970, 1972) και το 1971 έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού επέστρεψε στην πατρίδα του και το 1993 ανέλαβε ομοσπονδιακός τεχνικός, χωρίς όμως να οδηγήσει την Ουγγαρία στις χρυσές ημέρες της δικής του εποχής.
Μετά τη χαραυγή της νέας χιλιετίας τον γεννημένο στις 2 Απριλίου 1927 επιθετικό ταλαιπώρησαν πολυάριθμες ασθένειες. Η κατάσταση της υγείας του στο μεσοδιάστημα υποφέροντος από Άλτσχαϊμερ Πούσκας χειροτέρευε προοδευτικά και στις 17 Νοεμβρίου 2006, σε ηλικία 79 ετών, υπέκυψε σε μια πνευμονική  φλεγμονή.
Στη λαμπρή καριέρα του ο Πούσκας μέτρησε 528 παιχνίδια πρωταθλήματος σε Ουγγαρία και Ισπανία και 512 γκολ (αναδείχθηκε οκτώ φορές πρώτος σκόρερ), ενώ με το εθνόσημο μέτρησε 84 συμμετοχές και 83 τέρματα. Το 2001 αναδείχθηκε αθλητής του αιώνα στην πατρίδα του, τρία χρόνια νωρίτερα η FIFAτον είχε εντάξει στο δικό της Hall of Fame.

ΦΡΙΤΣ ΒΑΛΤΕΡ (ΓΕΡΜΑΝΙΑ)
Ουδείς ποδοσφαιριστής «σημάδεψε» τις ομάδες που αγωνίστηκε όσο ο Φριτς Βάλτερ. Εν μέσω υπερβολής μάλιστα ορισμένοι ισχυρίζονται πως αυτός υπήρξε ο πραγματικός θεμελιωτής της πόλης του Κάιζερσλαουτερν (σ.σ. διαθέτει πολύ μακρά ιστορία και ιδρύθηκε από τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα). Είναι όμως απόλυτα αληθές πως στον Βάλτερ πιστώνεται ένα τεράστιο μερίδιο της εκτός συνόρων διαφήμισης της πατρίδας του.
Γεννημένος στις 31 Οκτωβρίου 1920 ως Φρίντριχ Βάλτερ στο Κάιζερσλαουτερν, στα οκτώ του ήταν εγγεγραμμένο μέλος του ομώνυμου ποδοσφαιρικού συλλόγου, στον οποίο έμεινε πιστός μια ζωή. Από το 1938 ως το 1959 φόρεσε αδιάλειπτα -μ’ εξαίρεση το διάστημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- τη φανέλα των «κόκκινων διαβόλων», με την οποία μέτρησε 379 συμμετοχές, 306 τέρματα και δύο πρωταθλήματα (1951, 1953). Ως εμβληματικός αρχηγός και ιδιοφυής οργανωτής επηρέασε τόσο το παιχνίδι της ομάδας του, ώστε οι «κόκκινοι διάβολοι» αποκαλούνταν επί των ημερών του «η ομάδα του Βάλτερ» (Walter-Elf).
Καιρός Φριτς Βάλτερ
Εξέχοντα ρόλο είχε και στην εθνική Γερμανίας, στην οποία έκανε ντεμπούτο στις 14 Ιουλίου 1940 σημειώνοντας χατ τρικ στο 9-3 επί της Ρουμανίας. Η πολλά υποσχόμενη καριέρα του με το εθνόσημο διακόπηκε βίαια από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (σ.σ. κλήθηκε από τη Βέρμαχτ και κατέληξε αιχμάλωτος στη Ρωσία), με αποτέλεσμα από το 1943 ως το 1950 να μη μετρήσει ούτε μια συμμετοχή. Όταν όμως επέστρεψε, αναδείχθηκε σε ηγέτη και προέκταση στον αγωνιστικό χώρο του τότε ομοσπονδιακού εκλέκτορα Ζεπ Χέρμπεργκερ, τον οποίο ο Βάλτερ αποκαλούσε «αφεντικό».
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας μετά τη νίκη επί της Τουρκίας στην πρεμιέρα η Γερμανία μπορούσε να περάσει στα προημιτελικά με μια επιτυχία επί της Ουγγαρίας, όμως ο Χέρμπεργκερ παρέταξε τη δεύτερη ενδεκάδα, η οποία διαλύθηκε με 8-3 από τους Μαγυάρους. Τρεις μέρες αργότερα η ξεκούραση βασική ενδεκάδα της «νατσιονάλμανσαφτ» θριάμβευσε 7-2 των Τούρκων στο κρίσιμο παιχνίδι (τρία γκολ ο επιθετικός της Νυρεμβέργης, Μαξ Μόρλοκ, και ένα ο Βάλτερ) και πέρασε στα προημιτελικά, όπου με αρκετή τύχη επιβλήθηκε 2-0 της Γιουγκοσλαβίας.
Η μεγάλη ώρα του Βάλτερ σήμανε στον ημιτελικό με την Αυστρία, όπου σκόραρε δις από την άσπρη βούλα και συμμετείχε στα υπόλοιπα τέσσερα τέρματα της «νατσιονάλμανσαφτ» σφραγίζοντας το εισιτήριο για τον τελικό της 4ης Ιουλίου, στο «Βάνκντορφ» της Βέρνης, με αντίπαλο ξανά την Ουγγαρία.
Εκείνη την Κυριακή έβρεχε καταρρακτωδώς. «Φριτς, ο καιρός σου», είπε ο Χέρμπεργκερ στον αρχηγό του, «αφεντικό, δεν με χαλά καθόλου», αποκρίθηκε ο 33χρονος. Έκτοτε σε παιχνίδια υπό βροχή γινόταν πάντοτε λόγος για «καιρό Φριτς Βάλτερ». Μετά από 90 δραματικά λεπτά η Γερμανία έκανε την έκπληξη επιβαλλόμενη 3-2 και αναδεικνυόμενη για πρώτη φορά στην ιστορία της παγκόσμια πρωταθλήτρια.
Πρεσβευτής της «νέας» Γερμανίας
Ο Φριτς Βάλτερ έγινε το σύμβολο του «θαύματος της Βέρνης». Μια επιτυχία, η οποία εννέα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε ένα νέο συναίσθημα ενότητας στην πατρίδα του. Ο πρώτος παγκόσμιος αστέρας του γερμανικού ποδοσφαίρου αποδείχθηκε πρότυπο και εκτός αγωνιστικών χώρων. Φιλικός, ανοιχτόκαρδος, ήπιων τόνων και δίκαιος έγινε στη δεκαετία του ‘50 ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους και πρεσβευτές της «νέας» Γερμανίας.
Μετά από 61 παιχνίδια και 33 γκολ ο Βάλτερ τερμάτισε τη διεθνή καριέρα του στον ημιτελικό του Μουντιάλ του 1958 (1-3 κόντρα στη Σουηδία), στον οποίο αποχώρησε πρόωρα ένεκα τραυματισμού. Ένα χρόνο αργότερα κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του και δεν μεταπείστηκε ούτε από τον Χέρμπεργκερ, ο οποίος τον ήθελε για το Παγκόσμιο Κυπέλλου στη Χιλή το 1962.
Η δημοφιλία του Βάλτερ δεν επηρεάστηκε στο ελάχιστο, αντιθέτως απήλαυσε πληθώρα τιμών όσο ακόμη ευρισκόταν εν ζωή: ανακηρύχθηκε σε επίτιμο αρχηγό της «νατσιονάλμανσαφτ», τιμήθηκε για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με το Μεγάλο Ομοσπονδιακό Σταυρό της Γερμανίας (1970) και από τη FIFA(1995), ενώ το 1985 το στάδιο της Κάιζερσλαουτερν πήρε το όνομά του. Το ανταπέδωσε με τη ζέση που επέδειξε στην προώθηση της υποψηφιότητας της γενέτειράς του ως οικοδέσποινας πόλης του γερμανικού Μουντιάλ το 2006. Δυστυχώς ο ίδιος δεν πρόλαβε αυτό το μεγάλο γεγονός, αφού άφησε την τελευταία του πνοή στις 17 Ιουνίου 2002 σε ηλικία 81 ετών.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ