Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Το βαθύ κράτος των αγορών

του Λεωνίδα Βατικιώτη
Δεν χρειαζόταν να ακούσουμε τι ακριβώς θα ψήφιζαν οι λεγόμενοι ανεξάρτητοι βουλευτές το μεσημέρι της Δευτέρας 29ης Δεκεμβρίου, για να μάθουμε, αν θα καταφέρει ο αθλιότερος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης, ο Αντώνης Σαμαράς, να βρει τους 180 βουλευτές που θα του επέτρεπαν να εκλέξει πρόεδρο της Δημοκρατίας της αρεσκείας του, παρατείνοντας έτσι τη ζωή της κυβέρνησης του. Η κάθετη πτώση των τιμών των μετοχών στο ελληνικό χρηματιστήριο από νωρίς το πρωί εκείνης της ημέρας είχε προεξοφλήσει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή. Και δεν ήταν η πρώτη φορά.
Μένοντας μόνο στα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα της χρονιάς που πέρασε, του 2014, το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί τόσο με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Σκοτία για την ανεξαρτητοποίησή της από την Αγγλία, στις 18 Σεπτεμβρίου, όσο και με τις ευρωεκλογές στην Ελλάδα την Κυριακή 25 Μαΐου. Η βεβαιότητα του Σίτι ότι θα μπορεί εξ ίσου άνετα και στο μέλλον να εδράζει το διεθνή του ρόλο σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο κι όχι στα δύο τρίτα του είχε φανεί από την ανοδική πορεία των δεικτών των βρετανικών χρηματιστηρίων την ίδια κιόλας ημέρα. Στην Ελλάδα, ο υπερφίαλος χαρακτήρας του συνθήματος «στις 25 ψηφίζουμε στις 26 φεύγουν» (για τον Μάιο του 2014 κι όχι για τον Ιανουάριο του 2015) είχε αποδειχθεί από το πρωί της Παρασκευής 23 Μαΐου, όταν η πορεία των μετοχών κι όγκος των συναλλαγών το προεξοφλούσαν μια διαχείρισιμη ήττα από τη μεριά της συγκυβέρνησης κι ότι στις 26, τελικά, Τρόικα και ΝΔ-ΠΑΣΟΚ «μένουν», δεν φεύγουν.

Τα παραπάνω και πλήθος άλλα παρόμοια περιστατικά που για τους λάτρεις των αγορών αποδεικνύουν την ικανότητα πρόβλεψης των αγορών, αν κάτι βεβαιώνουν, είναι τα αδιόρατα νήματα που συνδέουν την πολιτική και την οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, τους δεσμούς που έχουν αναπτύξει τράπεζες, κερδοσκόποι και μεγάλες επιχειρήσεις με την πολιτική, τον Τύπο, τις δημοσκοπικές εταιρείες και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ώστε έγκαιρα και με ασφάλεια να γνωρίζουν τα αποτελέσματα της κάλπης και να τοποθετούνται αποφεύγοντας αχρείαστες απώλειες από περιττές μετακινήσεις.
Κάπου εδώ όμως τελειώνει κι η αθωότητα των αγορών ή ο παθητικός τους ρόλος στο δυναμικό κι ασταθές δίπολο οικονομίας - πολιτικής. Γιατί, αν κάτι χαρακτηρίζει τη σχέση τους δεν είναι η εκ των υστέρων προσαρμογή της οικονομίας ή των αγορών στην κίνηση της πολιτικής, αλλά η προτεραιότητα της οικονομίας, με τις αγορές να διαμορφώνουν τους όρους και να διατυπώνουν τις απαιτήσεις και, στη συνέχεια, την πολιτική να ακολουθεί. Σε ένα εγγενώς μεροληπτικό παιχνίδι οι αγορές παίζουν πάντα με τα λευκά πιόνια, εξασφαλίζοντας σε κάθε παρτίδα την πρώτη κίνηση κι η πολιτική έπεται, με τους πολιτικούς να πλειοδοτούν σε παραχωρήσεις επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν την εύνοια των αγορών, που ενώπιον των πολιτικών παύουν να είναι απρόσωπες, έχουν πάντα… όνομα και τηλέφωνο. Ειδικά σε προεκλογικές περιόδους, όταν ο κάθε βουλευτής (που στη διάρκεια της θητείας του καταριέται το πολιτικό κόστος, προκειμένου να προωθήσει τις αναγκαίες αντεργατικές μεταρρυθμίσεις) παρακαλάει γονυπετής τραπεζίτες κι επιχειρηματίες για μια επιταγή 20 ή 30.00 ευρώ που θα του καλύψει μέρος των εξόδων της προεκλογικής του εκστρατείας. Τότε είναι που το «βαθύ κράτος» των αγορών στρατολογεί και διαμορφώνει τη δική του κοινοβουλευτική ομάδα, με επιχειρήσεις και κλάδους να έχουν καταφέρει στο πρόσφατο παρελθόν να σιτίζουν δικομματική κοινοβουλευτική ομάδα που τα μέλη της υπερέβαιναν αριθμητικά τους κυβερνητικούς βουλευτές. Εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται κι η υποκρισία που κρύβεται πίσω από τις νεοφιλελεύθερες καταγγελίες περί κοινοβουλευτικών ομοιοεπαγγελματικών συντεχνιών (μηχανικών, δικηγόρων, κ.α.) την ίδια στιγμή που αποσιωπάται η μισθοδοσία τους από γερμανικές πολυεθνικές, ελληνικές τράπεζες και μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους, καθώς αυτή ακριβώς η εξάρτηση των βουλευτών αποδεικνύεται πολύ πιο καταστροφική για το συμφέρον της κοινωνίας.
Οι συνδιαλλαγές των πολιτικών με τις επιχειρήσεις που έφτασαν στο αποκορύφωμα επί Σημιτικού εκσυγχρονισμού άλλαξαν άρδην στα χρόνια του Μνημονίου, από το 2010 και μετά εξ αιτίας της βίαιης αναδιάρθρωσης που επήλθε στο χάρτη της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι μάλιστα ότι οι κατασκευαστές κι οι τραπεζίτες έπαψαν να χρειάζονται την πολιτική για να συνεχίσουν να επιβιώνουν. Μάρτυρας η κολοσσιαία επιχειρηματική τους αποτυχία κι η νεκρανάστασή τους χάρη στο δημόσιο χρήμα. Είναι κυρίως ότι στη Μέκκα των αγορών, το ελληνικό χρηματιστήριο, εισήλθαν νέοι παίκτες. Σημείο τομής σε αυτή τη διαδικασία αποδείχθηκε το ταξίδι του Σαμαρά στις ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2013. Οι επαφές που πραγματοποίησε ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός με εκπροσώπους αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων δεν αύξησαν σημαντικά τη διεθνοποίηση του ελληνικού χρηματιστηρίου, όπως μαρτυρούν και τα πιο πρόσφατα στοιχεία, βάσει των οποίων η συμμετοχή των ξένων στο τέλος του 2014 ανήλθε στο 62%. Κυρίως διαμόρφωσαν μια νέα ισορροπία μεταξύ ακραίων κερδοσκόπων και σχετικά συντηρητικών επενδυτών, αυξάνοντας για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό τη συμμετοχή των πρώτων. Πρόκειται συγκεκριμένα για κεφάλαια που δραστηριοποιούνται κι αγοράζουν μετοχές συστηματικά σε χώρες κατεστραμμένες οικονομικά, όπως είναι η Ελλάδα, προσδοκώντας γρήγορα κέρδη, τα οποία προφανώς δεν έρχονται από την ανάπτυξη της οικονομίας. Το δεύτερο χαρακτηριστικό των κερδοσκοπικών κεφαλαίων που μάζεψε ο Σαμαράς από την Αμερική είναι οι στενοί δεσμοί που διατηρούν με το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ. Η βίαιη αντίδραση των αγορών, δηλαδή η πτώση των τιμών των μετοχών (ακόμη και σε διψήφια επίπεδα) που παρατηρήθηκε στο ελληνικό χρηματιστήριο κι η άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων πάνω από 10%, όταν το καλοκαίρι ήταν στο 3,5%, μόλις εκδηλώθηκε η πρόθεση της κυβέρνησης να διακόψει με το ΔΝΤ εξέφρασε αυτές ακριβώς τις σχέσεις του δυναμικότερου κομματιού της ελληνικής κεφαλαιαγοράς με τον ξένο παράγοντα και το ίδιο το ΔΝΤ.
Σε αυτό το πλαίσιο αποκαλύπτεται η πολιτική απάτη της κυβέρνησης που είχε χαρακτηρίσει την είσοδο επενδυτικών κεφαλαίων στην ελληνική αγορά ως δείγμα εμπιστοσύνης στις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας. Οι αγορές εν προκειμένω λειτούργησαν σαν παραμορφωτικός καθρέπτης της οικονομίας. Τα κερδοσκοπικά επενδυτικά κεφάλαια δεν εμπιστεύονταν την ελληνική οικονομία, αλλά την Τρόικα και κυρίως το ΔΝΤ. Παρέμεναν στις ελληνικές επιχειρήσεις (από τράπεζες μέχρι και ΜΜΕ) όσο η ελληνική οικονομία ήταν διασωληνωμένη και τον έλεγχό της τον είχαν οι πιστωτές. Έτσι, με το που κυκλοφόρησαν τα πρώτα σενάρια απεμπλοκής του ΔΝΤ από την Ελλάδα ξεκίνησαν τις ρευστοποιήσεις, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την παράλληλη λειτουργία τους ως μοχλών εκβιασμού και πίεσης. Κι αυτή η λειτουργία των αγορών ως μηχανισμός πειθάρχησης και επιβολής επί της πολιτικής είναι ο πιο επικίνδυνος και αποσταθεροποιητικός, άμεσα και μακροπρόθεσμα, στο βαθμό που μια ενορχηστρωμένη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό ή μια εξ ίσου ενορχηστρωμένη (πλήρως ή μερικώς) πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ενός νομίσματος χρησιμοποιείται για να τιμωρήσει απείθαρχες κυβερνήσεις. Ή, να προσγειώσει απότομα φιλόδοξα πολιτικά σχέδια, όπως έδειξε η σπουδή στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. Γ. Σταθάκης) να λάβουν υπ’ όψη τους τα μηνύματα των αγορών το φθινόπωρο, παραπέμποντας στο απώτερο μέλλον τις εξαγγελίες για «σκίσιμο των Μνημονίων», αντί να επιλέξουν να ριζοσπαστικοποιήσουν περαιτέρω το πολιτικό τους πρόγραμμα, απαντώντας έτσι επιθετικά στη επίδειξη δύναμης των απατεώνων. Γιατί, οι εκβιασμοί ανθούν στο έδαφος που έχει ήδη προετοιμαστεί. Όταν για παράδειγμα θεωρείται δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη η συμμετοχή στο σημερινό διεθνή καταμερισμό, η παραμονή στην ευρωζώνη και την ΕΕ, τότε οι σχετικές πιέσεις αποδεικνύονται πράγματι αποτελεσματικές. Αν όμως αντίθετα προκρινόταν ένα σχέδιο ρήξης με τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ κι η ΕΕ, κατ’ εφαρμογή της συνεδριακής δέσμευσης του ΣΥΡΙΖΑ για διαγραφή του χρέους, τότε θα εξέλιπε κι η βάση επί της οποίας ασκούνται οι εκβιασμοί των αγορών, επιδιώκοντας να ακρωτηριάσουν τις πιο ριζοσπαστικές πλευρές του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και να ενθαρρύνουν τη δεξιά πτέρυγα που επιδιώκει έναν έντιμο συμβιβασμό με τους πιστωτές.
Αξίζει μάλιστα να δούμε πώς από τώρα υπάρχουν τάσεις στους κύκλους των αγορών που βλέπουν θετικά την προοπτική ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όσο πλησιάζουμε στις εκλογές τόσο συχνότερα δημοσιεύονται εκτιμήσεις στελεχών της αγοράς που πίσω από το αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου βλέπουν τη συνέχεια κι όχι τη ρήξη. Ενδεικτικό είναι δημοσίευμα των Financial Times στις 30 Δεκεμβρίου με τίτλο «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τρομοκρατεί πλέον ορισμένους επενδυτές». Αναφέρει το ρεπορτάζ: «Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, έχει εγκαταλείψει τη δέσμευσή του να “σκίσει” την δανειακή σύμβαση με τους διεθνείς πιστωτές, δίνοντας έμφαση σε πιο συντηρητικά βήματα για τη διαχείριση του χρέους όπως επίσης και στην ουσιαστική του δέσμευση στο ευρώ». Στη συνέχεια η βρετανική εφημερίδα μεταφέρει δηλώσεις στελέχους επενδυτικού ταμείου που δεν φαίνεται να ανησυχεί κι ιδιαίτερα από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ: «Οι επενδυτές θα αντιμετωπίσουν μια περίοδο τεσσάρων εβδομάδων κλιμακούμενης αβεβαιότητας. Πιστεύουμε ωστόσο ότι ο Τσίπρας θα αποδειχθεί πιο πραγματιστής απ’ όσο δείχνει η προηγούμενη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ. Έχει ήδη ανοίξει δίαυλους επικοινωνίας με Βερολίνο, Παρίσι και Φρανκφούρτη κι έχει κάθε κίνητρο να επιχειρήσει να διαπραγματευτεί σχετικά επιφανειακές αλλαγές στο πρόγραμμα της Ελλάδας και να οικειοποιηθεί την πρόωρη ανάκαμψη της Ελλάδας, παρά να την εκτροχιάσει».

Προφανώς, είναι ένα ακόμη παράδειγμα των αδιόρατων νημάτων που συνδέουν την πολιτική με την οικονομία, επιτρέποντας τόσο νωρίς, τόσο σίγουρες προβλέψεις…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου