Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Πούσκας & Βάλτερ: Οι ήρωες του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954 (Ελβετία)

Στην ποδοσφαιρική ιστορία της Ουγγαρίας το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ελβετία το 1954 καταχωρήθηκε ως μια τραγωδία ένεκα της ήττας στον τελικό από τη Γερμανία με 3-2. Εντούτοις, ο αρχηγός εκείνης της ονειρικής εθνικής των Μαγυάρων, Φέρεντς Πούσκας, πέρασε στην αθανασία ως ένας εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών.
Μόλις στα 16 αυτός ο ανεπανάληπτος άσος έδειξε την κλάση του στην πρώτη κατηγορία της Ουγγαρίας με την Κίσπεστ Βουδαπέστης (σ.σ. μετονομάστηκε αργότερα σε Χόνβεντ). Ένα χρόνο αργότερα ήρθε η κλήση στην εθνική, όπου ραγδαία ανελίχθηκε σε αρχηγό της ομάδας-θαύμα, όπως αποκλήθηκε ένεκα της επιβλητικής αγωνιστικής υπεροχής της.

Το 1952 οι Ούγγροι κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο στην Ολυμπιάδα του Ελσίνκι, ένα χρόνο αργότερα κονιορτοποίησαν -με εξαίσιο επιθετικό ποδόσφαιρο- τη μέχρι τότε αήττητη εντός έδρας Αγγλία. Εκείνο το μυθικό 6-3 στο Ουέμπλεϊ, στο οποίο ο Πούσκας σημείωσε δύο τέρματα, πέρασε στις ποδοσφαιρικές καλένδες ως «το παιχνίδι του αιώνα».
Εντυπωσιακή και αήττητη από το 1950 ως το 1954 η Ουγγαρία ταξίδεψε στην Ελβετία ως ακλόνητο φαβορί. Επιβεβαίωσε τα προγνωστικά προελαύνοντας ως τον τελικό, στον οποίο όμως έπεσε θύμα έκπληξης και υποχρεώθηκε στην πιο οδυνηρή ήττα της ιστορίας της. Ο Πούσκας (θεατής στο μεγαλύτερο μέρος του τουρνουά, αφού τραυματίστηκε στο δεύτερο παιχνίδι, έλειψε από τα δύο επόμενα και επανήλθε στον τελικό, όπου όμως ήταν εμφανής η έλλειψη εκρηκτικότητα) άνοιξε το σκορ στο 6’, ο Ζόλταν Σίμπορ πέτυχε το 2-0 στο 8’, όμως οι Γερμανοί χάρη στα τέρματα των Μόρλοκ (10’) και Ραν (18’, 84’) δημιούργησαν το «θαύμα της Βέρνης». Την ώρα της μεγαλύτερης ήττας του ο Πούσκας επέδειξε μεγαλείο συγχαίροντας τους νικητές.
Αποκλεισμός 18 μηνών
Μετά το Μουντιάλ ο ιδιοφυής ντριμπλέρ συνέχισε την επιτυχημένη καριέρα του σε Χόνβεντ και εθνική ομάδα, ωστόσο οι πολιτικές εξελίξεις επέφεραν σημαντικές αλλαγές στη ζωή του. Το 1956 ελέω της αιματηρής καταστολής της λαϊκής εξέγερσης στην Ουγγαρία από το σοβιετικό στρατό η κατάσταση στο τότε σταλινικό κράτος έγινε εξαιρετικά ανασφαλής. Ο Πούσκας, ο οποίος ευρισκόταν στο Μπιλμπάο ένεκα ευρωπαϊκού αγώνα, δεν επέστρεψε. Αποφάσισε να ζήσει στη Βιέννη. Στα χνάρια του βάδισαν πολλοί διεθνείς, με αποτέλεσμα να επέλθει το τέλος της ομάδας-θαύμα της Ουγγαρίας.
Ο «καλπάζων ταγματάρχης», προσωνύμιο που απέκτησε στη Χόνβεντ, πλήρωσε αυτήν την απόφαση με αποκλεισμό 18 μηνών, τον οποίο κατόπιν πίεσης της ουγγρικής ομοσπονδίας του επέβαλε η FIFA. Επανερχόμενος στην ενεργό δράση μεταπήδησε στη Ρεάλ, όπου συνάντησε τον Αλφρέντο ντι Στέφανο κι έγιναν οι θεμέλιοι λίθοι της χρυσής εποχής της «βασίλισσας». Τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών και έξι πρωταθλήματα Ισπανίας κατέκτησε με τους «μερένγκες», ενώ το 1960 πήρε μια μικρή, μεταχρονολογημένη εκδίκηση από τους Γερμανούς για τον χαμένο τελικό στη Βέρνη: με τέσσερα τέρματα οδήγησε τη Ρεάλ στο 7-3 απέναντι στη Φρανκφούρτη στον τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης. Το 1961 απέκτησε την ισπανική υπηκοότητα, ωστόσο στις τέσσερις συμμετοχές του με τους «φούριας ρόχας» έμεινε άσφαιρος και αποκλείστηκε ήδη από τον πρώτο γύρο στο Μουντιάλ της Χιλής το 1962.
Στον τελικό με τον ΠΑΟ
Μετά το πέρας της καριέρας του ως παίκτης ο Πούσκας έγινε προπονητής σε Ισπανία, Λ. Αμερική και Ελλάδα, επιτυχίες όμως γεύτηκε μόνο με τον Παναθηναϊκό, με τον οποίο κατέκτησε δις το πρωτάθλημα (1970, 1972) και το 1971 έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού επέστρεψε στην πατρίδα του και το 1993 ανέλαβε ομοσπονδιακός τεχνικός, χωρίς όμως να οδηγήσει την Ουγγαρία στις χρυσές ημέρες της δικής του εποχής.
Μετά τη χαραυγή της νέας χιλιετίας τον γεννημένο στις 2 Απριλίου 1927 επιθετικό ταλαιπώρησαν πολυάριθμες ασθένειες. Η κατάσταση της υγείας του στο μεσοδιάστημα υποφέροντος από Άλτσχαϊμερ Πούσκας χειροτέρευε προοδευτικά και στις 17 Νοεμβρίου 2006, σε ηλικία 79 ετών, υπέκυψε σε μια πνευμονική  φλεγμονή.
Στη λαμπρή καριέρα του ο Πούσκας μέτρησε 528 παιχνίδια πρωταθλήματος σε Ουγγαρία και Ισπανία και 512 γκολ (αναδείχθηκε οκτώ φορές πρώτος σκόρερ), ενώ με το εθνόσημο μέτρησε 84 συμμετοχές και 83 τέρματα. Το 2001 αναδείχθηκε αθλητής του αιώνα στην πατρίδα του, τρία χρόνια νωρίτερα η FIFAτον είχε εντάξει στο δικό της Hall of Fame.

ΦΡΙΤΣ ΒΑΛΤΕΡ (ΓΕΡΜΑΝΙΑ)
Ουδείς ποδοσφαιριστής «σημάδεψε» τις ομάδες που αγωνίστηκε όσο ο Φριτς Βάλτερ. Εν μέσω υπερβολής μάλιστα ορισμένοι ισχυρίζονται πως αυτός υπήρξε ο πραγματικός θεμελιωτής της πόλης του Κάιζερσλαουτερν (σ.σ. διαθέτει πολύ μακρά ιστορία και ιδρύθηκε από τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα). Είναι όμως απόλυτα αληθές πως στον Βάλτερ πιστώνεται ένα τεράστιο μερίδιο της εκτός συνόρων διαφήμισης της πατρίδας του.
Γεννημένος στις 31 Οκτωβρίου 1920 ως Φρίντριχ Βάλτερ στο Κάιζερσλαουτερν, στα οκτώ του ήταν εγγεγραμμένο μέλος του ομώνυμου ποδοσφαιρικού συλλόγου, στον οποίο έμεινε πιστός μια ζωή. Από το 1938 ως το 1959 φόρεσε αδιάλειπτα -μ’ εξαίρεση το διάστημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- τη φανέλα των «κόκκινων διαβόλων», με την οποία μέτρησε 379 συμμετοχές, 306 τέρματα και δύο πρωταθλήματα (1951, 1953). Ως εμβληματικός αρχηγός και ιδιοφυής οργανωτής επηρέασε τόσο το παιχνίδι της ομάδας του, ώστε οι «κόκκινοι διάβολοι» αποκαλούνταν επί των ημερών του «η ομάδα του Βάλτερ» (Walter-Elf).
Καιρός Φριτς Βάλτερ
Εξέχοντα ρόλο είχε και στην εθνική Γερμανίας, στην οποία έκανε ντεμπούτο στις 14 Ιουλίου 1940 σημειώνοντας χατ τρικ στο 9-3 επί της Ρουμανίας. Η πολλά υποσχόμενη καριέρα του με το εθνόσημο διακόπηκε βίαια από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (σ.σ. κλήθηκε από τη Βέρμαχτ και κατέληξε αιχμάλωτος στη Ρωσία), με αποτέλεσμα από το 1943 ως το 1950 να μη μετρήσει ούτε μια συμμετοχή. Όταν όμως επέστρεψε, αναδείχθηκε σε ηγέτη και προέκταση στον αγωνιστικό χώρο του τότε ομοσπονδιακού εκλέκτορα Ζεπ Χέρμπεργκερ, τον οποίο ο Βάλτερ αποκαλούσε «αφεντικό».
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας μετά τη νίκη επί της Τουρκίας στην πρεμιέρα η Γερμανία μπορούσε να περάσει στα προημιτελικά με μια επιτυχία επί της Ουγγαρίας, όμως ο Χέρμπεργκερ παρέταξε τη δεύτερη ενδεκάδα, η οποία διαλύθηκε με 8-3 από τους Μαγυάρους. Τρεις μέρες αργότερα η ξεκούραση βασική ενδεκάδα της «νατσιονάλμανσαφτ» θριάμβευσε 7-2 των Τούρκων στο κρίσιμο παιχνίδι (τρία γκολ ο επιθετικός της Νυρεμβέργης, Μαξ Μόρλοκ, και ένα ο Βάλτερ) και πέρασε στα προημιτελικά, όπου με αρκετή τύχη επιβλήθηκε 2-0 της Γιουγκοσλαβίας.
Η μεγάλη ώρα του Βάλτερ σήμανε στον ημιτελικό με την Αυστρία, όπου σκόραρε δις από την άσπρη βούλα και συμμετείχε στα υπόλοιπα τέσσερα τέρματα της «νατσιονάλμανσαφτ» σφραγίζοντας το εισιτήριο για τον τελικό της 4ης Ιουλίου, στο «Βάνκντορφ» της Βέρνης, με αντίπαλο ξανά την Ουγγαρία.
Εκείνη την Κυριακή έβρεχε καταρρακτωδώς. «Φριτς, ο καιρός σου», είπε ο Χέρμπεργκερ στον αρχηγό του, «αφεντικό, δεν με χαλά καθόλου», αποκρίθηκε ο 33χρονος. Έκτοτε σε παιχνίδια υπό βροχή γινόταν πάντοτε λόγος για «καιρό Φριτς Βάλτερ». Μετά από 90 δραματικά λεπτά η Γερμανία έκανε την έκπληξη επιβαλλόμενη 3-2 και αναδεικνυόμενη για πρώτη φορά στην ιστορία της παγκόσμια πρωταθλήτρια.
Πρεσβευτής της «νέας» Γερμανίας
Ο Φριτς Βάλτερ έγινε το σύμβολο του «θαύματος της Βέρνης». Μια επιτυχία, η οποία εννέα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε ένα νέο συναίσθημα ενότητας στην πατρίδα του. Ο πρώτος παγκόσμιος αστέρας του γερμανικού ποδοσφαίρου αποδείχθηκε πρότυπο και εκτός αγωνιστικών χώρων. Φιλικός, ανοιχτόκαρδος, ήπιων τόνων και δίκαιος έγινε στη δεκαετία του ‘50 ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους και πρεσβευτές της «νέας» Γερμανίας.
Μετά από 61 παιχνίδια και 33 γκολ ο Βάλτερ τερμάτισε τη διεθνή καριέρα του στον ημιτελικό του Μουντιάλ του 1958 (1-3 κόντρα στη Σουηδία), στον οποίο αποχώρησε πρόωρα ένεκα τραυματισμού. Ένα χρόνο αργότερα κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του και δεν μεταπείστηκε ούτε από τον Χέρμπεργκερ, ο οποίος τον ήθελε για το Παγκόσμιο Κυπέλλου στη Χιλή το 1962.
Η δημοφιλία του Βάλτερ δεν επηρεάστηκε στο ελάχιστο, αντιθέτως απήλαυσε πληθώρα τιμών όσο ακόμη ευρισκόταν εν ζωή: ανακηρύχθηκε σε επίτιμο αρχηγό της «νατσιονάλμανσαφτ», τιμήθηκε για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με το Μεγάλο Ομοσπονδιακό Σταυρό της Γερμανίας (1970) και από τη FIFA(1995), ενώ το 1985 το στάδιο της Κάιζερσλαουτερν πήρε το όνομά του. Το ανταπέδωσε με τη ζέση που επέδειξε στην προώθηση της υποψηφιότητας της γενέτειράς του ως οικοδέσποινας πόλης του γερμανικού Μουντιάλ το 2006. Δυστυχώς ο ίδιος δεν πρόλαβε αυτό το μεγάλο γεγονός, αφού άφησε την τελευταία του πνοή στις 17 Ιουνίου 2002 σε ηλικία 81 ετών.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου