Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Ρίξε μια ζαριά καλή (μπας και βρω προπονητή)



Ας πάμε ανάποδα. Από το αποτέλεσμα στην αιτία. Και ας ξεκινήσουμε με μια ερώτηση. Θυμάστε οποιαδήποτε κυπριακή ομάδα κατά την πρόσληψη ή παρουσίαση του νεοφερμένου προπονητή να εξηγεί και να αναλύει για ποιους λόγους επελέγη; Να αναφέρεται στα κριτήρια πρόσληψης ή σε συγκεκριμένα επαγγελματικά χαρακτηριστικά που έδωσαν στον συγκεκριμένο το χρίσμα έναντι των λοιπών υποψηφίων; Να εκθέτει ποια ήδη παγιωμένη αγωνιστική φιλοσοφία καλείται να συνεχίσει ή ποια καινούργια να εφαρμόσει και να θεμελιώσει ο νέος τεχνικός ηγέτης;

Προσωπικά θυμάμαι μόνο την ίδια κασέτα να παίζει σε επανάληψη. «Κάναμε την καλύτερη δυνατή επιλογή, πιστεύουμε στον καινούργιο προπονητή μας και είμαστε βέβαιοι ότι μαζί του θα πετύχουμε τους στόχους μας», διακηρύσσει -με αυτά ή λίγο διαφορετικά λόγια- η εκάστοτε διοίκηση του εκάστοτε σωματείου. Κοινοτυπίες, αοριστολογίες, ευχολόγια -διαλέγετε και παίρνετε.
Το γεγονός ότι από τους νεοφερμένους προπονητές ελάχιστοι υπογράφουν συμβόλαια άνω του ενός έτους μαρτυρά δύο πράγματα. Πρώτον, την απουσία μακρόπνοης προοπτικής εκ μέρους του σωματείου. Δεύτερον, την παντελή αβεβαιότητα των ιθυνόντων για την καταλληλότητα ή μη του προπονητή που επέλεξαν να φέρουν. Διότι, μη γελιέστε, ο χώρος βρίθει από καλούς προπονητές. Το κομβικό (και συνάμα εξαιρετικά δύσκολο) είναι να βρεις τον κατάλληλο: αυτόν που θα δέσει (όχι μόνο με την ομάδα, αλλά) και με το περιβάλλον του σωματείου.
Αυτή η αβεβαιότητα, άλλωστε, είναι που υπαγορεύει και τα πλείστα μονοετή συμβόλαια, προκειμένου να είναι πιο εύκολη η λύση τους και πιο μικρή η αποζημίωση, σε περίπτωση που καταστεί απαραίτητη η αλλαγή τεχνικής ηγεσίας. Και ακριβώς έτσι έχουμε φτάσει το προπονητικό καρουζέλ να θεωρείται σήμερα δεύτερη φύση της ποδοσφαιρικής μας πραγματικότητας.
Από έναν προπονητή ασφαλώς περιμένεις αποτελέσματα, δεν τον κρίνεις όμως μόνον από αυτά. Τουλάχιστον όχι, αν διαθέτεις την απαραίτητη ποδοσφαιρική γνώση, για να αξιολογήσεις συνολικά τη δουλειά του. Με τη λογική κυπριακού συλλόγου η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν θα είχε περιμένει επτά χρόνια για να δει πρωτάθλημα από τον σερ Άλεξ Φέργκιουσον και θα είχε σκαρτάρει νωρίτερα αυτόν που έμελλε να αποδειχθεί ο αναμορφωτής της σύγχρονης ιστορίας της.
Με την ίδια λογική η Μπάγερν θα είχε διώξει κλωτσηδόν τον Γιουπ Χάινκες το καλοκαίρι του 2012 (στο -8 από την Ντόρτμουντ στο πρωτάθλημα, με ήττα 2-5 στον τελικό του κυπέλλου από την ίδια ομάδα και χαμένο τελικό Τσάμπιονς Λιγκ στο Μόναχο από την Τσέλσι) και δεν θα είχε πανηγυρίσει μαζί του ένα χρόνο αργότερα το πρώτιστο τρεμπλ γερμανικού συλλόγου και μάλιστα με μπάλα που έβγαζε μάτια.
Τι θέλω να πω; Οι διοικήσεις των κυπριακών συλλόγων αντιμετωπίζουν με (απαράδεκτα) ερασιτεχνική ελαφρότητα την αποστολή που θα έπρεπε να περαιώνουν με τη μεγαλύτερη δυνατή υπευθυνότητα. Εκεί, όπου θα έπρεπε να εμφανίζουν απόλυτα καθαρές θέσεις και να ψειρίζουν και την παραμικρή λεπτομέρεια (ελαχιστοποιώντας τοιουτοτρόπως την πιθανότητα αποτυχίας στην επιλογή τους), «υποχρεώνονται» ως επί το πλείστον να πηγαίνουν στα τυφλά και να ρίχνουν ζαριές με την ελπίδα να τους «κάτσει» μια καλή!
Γιατί «υποχρεώνονται»; Διότι οι πλείστοι δεν έχουν όραμα, δεν ξέρουν τι θέλουν (πέρα από στείρα αποτελέσματα), δεν διαθέτουν μεράκι και υπομονή να εκπονήσουν έναν εμπνευσμένο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Γι’ αυτό, ακόμη και όσοι έχουν μυρωδιά από ποδόσφαιρο, αποτυγχάνουν να οριοθετήσουν τα σωστά κριτήρια για την πρόσληψη ενός προπονητή. Με τα γνωστά αποτελέσματα…
Εδώ εμφιλοχωρεί και ο ισχυρισμός ότι αρκετοί εξ αυτών δεν έχουν τις απαραίτητες γνωριμίες, δεν απευθύνονται ή δεν ακούν τους πρέποντες συμβουλάτορες, δεν ασχολούνται επαρκώς με το σάρωμα της αγοράς, δεν διακρίνουν τα «λαβράκια», ακόμη κι αν αυτά είναι μες τα πόδια τους κ.ο.κ. Συμβαίνει όντως, αλλά για μένα δεν είναι θανάσιμο αμάρτημα για ένα μέλος Δ.Σ. ενός σωματείου να αδυνατεί εκ των πραγμάτων ή να μην επιθυμεί να κάνει όλα τα παραπάνω.
Έχει όμως καθήκον και ευθύνη να τα πράττει, αφ’ ης στιγμής το Δ.Σ. επιλέγει να μη στελεχώσει το πόστο που είναι επιφορτισμένο με αυτές τις αρμοδιότητες. Αυτού του αγωνιστικού (ή αθλητικού ή τεχνικού) διευθυντή. Ενός ανθρώπου του ποδοσφαίρου, δηλαδή, που θα χαράξει τις κατευθυντήριες γραμμές, θα διαμορφώσει την αγωνιστική φιλοσοφία, θα επιλέξει προπονητή να την υπηρετήσει και θα του προτείνει παίκτες κατάλληλους να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του, προκειμένου να διαλέξει. Αυτονόητα πράγματα για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο εν έτει 2013, αλλά δυσνόητα έως και ακαταλαβίστικα για τους εγχώριους παράγοντες που είτε θεωρούν πως, αφού πληρώνουν, μόνον αυτοί νομιμοποιούνται να αποφασίζουν είτε εκτιμούν πως ένας αγωνιστικός διευθυντής είναι «πεταμένα λεφτά».
Ως αντεπιχείρημα θα μπορούσα να αναφέρω το παράδειγμα της ΑΕΚ και του Τζόρντι Κρόιφ, αλλά θα επρόκειτο για ποδοσφαιρική ανάλυση υψηλού επιπέδου που δεν θα καταλάβαιναν ή δεν θα διάβαζαν καν οι ενδιαφερόμενοι. Ας αρκεστώ συνεπώς σ’ ένα «ρηχό» αντεπιχείρημα, από αυτά που αντιλαμβάνονται άψογα: όποιος ρίχνει ζαριές στα τυφλά, όταν επιλέγει προπονητή, τρέχει μετά πανικόβλητος να βρει τα (πολλαπλάσια των ετήσιων απολαβών ενός αγωνιστικού διευθυντή) χρήματα που η FIFA επιδικάζει στους απολυθέντες τεχνικούς. Απ’ αυτήν τη θέση, που μόλις χθες ήρθε η Ανόρθωση με την υπόθεση Στοΐλοφ-Τσβετάνοφ, έχουν περάσει κατά καιρούς όλα τα σωματεία μας. Και όσο δεν βάζουν μυαλό, τόσο θα βάζουν το χέρι στην τσέπη οι εκάστοτε διοικούντες. Μόνο που στην εποχή μας τα φράγκα (όχι μόνο δεν περισσεύουν, αλλά) είναι είδος προς εξαφάνιση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου