Στον «καταραμένο» έβδομο χρόνο ολοκληρώνεται το σύγχρονο ποδοσφαιρικό παραμύθι που συνέγραψαν Μπορούσια Ντόρτμουντ και Γίργκεν Κλοπ |
Επί έξι χρόνια ήταν ο ορισμός
της ιδανικής συμβίωσης. Της αληθινής αγάπης (Echte Liebe), κατά το σύγχρονο μότο του συλλόγου. Από το 2008 ως το
2014 η Μπορούσια Ντόρτμουντ και ο Γίργκεν Κλοπ προσέφεραν μια αξέχαστη εποχή σε
όσους δεν πιστεύουν ότι -ακόμη και στο υπέρμετρα καπιταλιστικό ποδόσφαιρο της
εποχής μας- μόνον τα χρήματα εγγυώνται την ευτυχία.
Ήταν μια εποχή διαρκούς
εκρηκτικής ανόδου, καθώς -σε χρόνο ρεκόρ- ο αγωνιστικά και οικονομικά
χρεοκοπημένος παραδοσιακός σύλλογος γιγαντώθηκε σε νέο φάρο του γερμανικού
ποδοσφαίρου και βίωσε μία από τις πιο γόνιμες κι επιτυχημένες περιόδους στην
ιστορία του.
Πάνω στη μέθη από το νέκταρ
της επιτυχίας, ωστόσο, συμβαίνουν τα μεγαλύτερα λάθη. Αψηφώντας τον άγραφο
ποδοσφαιρικό νόμο που κάποτε είχε διατυπώσει ο Ούντο Λάτεκ («Ως προπονητής μετά από μια τριετία στην ίδια
ομάδα έχεις καεί ολοκληρωτικά -ό,τι κι αν κάνεις…») Ντόρτμουντ και Κλοπ
πίστεψαν ότι μπορούσαν να νικήσουν τον χρόνο. Ολέθρια αυταπάτη, καθώς το
ολοκληρωτικό κάψιμο (burnout)
ήταν εξ αρχής αναπόφευκτο για έναν προπονητή που (λατρεύει να) ζει στο κόκκινο
και ώθησε και την ομάδα του ν’ αγωνίζεται ακατάπαυστα στα όρια της -συχνά και
πέρα από αυτά.
Τούτο δοθέντος η αληθινή
έκπληξη δεν είναι η προαναγγελία των τίτλων τέλους, όπως αυτή έλαβε χώρα την περασμένη
Τετάρτη, αλλά η -πολύ πέραν των (ποδοσφαιρικών) ειωθότων- διάρκεια του ονείρου.
Το ενθουσιώδες παιχνίδι με βάση την κόντρα πίεση, την οποία ο Κλοπ έχει χρίσει
ως οργανωτή στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, ήταν τόσο θελκτικό που παρέσυρε σχεδόν
ολόκληρη την ποδοσφαιρική κοινότητα να λησμονήσει πόσο απομυζούσε τους
ποδοσφαιριστές της Μπορούσια.
Η αποχώρηση-αμφισβήτηση…
Η αγωνιστική αναγέννηση της
τελευταίας βασίστηκε σε τρεις παράγοντες: τη χαρισματική προσωπικότητα του πνευματικά
και συναισθηματικά προικισμένου προπονητή, το συνδυασμό προσωπικής εγγύτητας
και αυθεντίας στη σχέση του με τους ποδοσφαιριστές και την ακράδαντη πίστη όλων
στην επιτυχία του εγχειρήματος.
Για να κατανοήσει κάποιος
γιατί την τρέχουσα περίοδο η ομάδα όχι απλώς δεν ακολουθεί πλέον τις εντολές
του προπονητής, αλλά ενίοτε μοιάζει να μην τις καταλαβαίνει καν, οφείλει να
γυρίσει το ρολόι δύο χρόνια πίσω.
Η ανακοινωθείσα λίγο πριν τον
τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ το 2013 μετεγγραφή του Μάριο Γκέτσε στην Μπάγερν ήταν
η πρώτιστη επίσημη αμφισβήτηση της προοπτικής της Ντόρτμουντ, η οποία τότε ήταν
«ο πιο καυτός σύλλογος στην Ευρώπη» (FourFourTwo), είχε διδάξει το φόβο στην Μπάγερν και όδευε
ολοταχώς για την καθιέρωση στην ελίτ της γηραιάς ηπείρου.
Με την απόφαση του πιο
ταλαντούχου άσου της να την εγκαταλείψει, σε ηλικία μόλις 21 ετών, για χάρη της
πολυπρωταθλήτριας Γερμανίας η αμφιβολία τους επόμενους 24 μήνες εξαπλώθηκε σε όλο
το οικοδόμημα (σ.σ. ο Λεβαντόβσκι ακολούθησε το ίδιο δρομολόγιο ένα χρόνο
αργότερα, αυτή τη σεζόν οι Χούμελς και Γκιντογκάν φλέρταραν ανοικτά με τη
μετεγγραφή).
Η αποκατάσταση της σημαντικά
τρωθείσας πίστης αποδείχθηκε για τον Κλοπ πολύ πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο απ’ ό,τι
οι απανωτοί τραυματισμοί των εξουθενωμένων παικτών του. Γι’ αυτό και στην
τρέχουσα περίοδο οι τελευταίοι εμφανίζονταν πρόθυμοι να παίξουν με την ένταση
του παρελθόντος μόνο σε πολύ ιδιαίτερα παιχνίδια.
…και η αποχώρηση-απελευθέρωση
Ότι πλέον ούτε αυτό δεν ήταν
αρκετό αποδείχθηκε στις πρόσφατες τριάρες από Ντόρτμουντ και Γκλάντμπαχ, οι
οποίες σηματοδότησαν τον αποκλεισμό από το Τσάμπιονς Λιγκ της τρέχουσας και της
επόμενης περιόδου αντιστοίχως. Μετά το πρότζεκτ με ανεπανόρθωτη ζημιά απειλείτο
πλέον και το κύρος του Κλοπ. Προτού η αμφισβήτησή του γίνει δημόσια θέμα
συζήτησης, ο 48χρονος ανέλαβε δράση.
Αφ’ ης στιγμής ο εμπορικός
διευθυντής Χανς-Γιόαχιμ Βάτσε και ο αθλητικός διευθυντής Μίχαελ Τσορκ ήταν
διατεθειμένοι να πορευτούν μαζί του ακόμη και στη β’ κατηγορία, ο Κλοπ
συνειδητοποίησε ότι ο μόνος που μπορούσε να τον απολύσει ήταν… ο ίδιος! Και
ακριβώς αυτό έπραξε ζητώντας την πρόωρη λύση του τρέχοντος ως το 2018
συμβολαίου του.
Ήταν το σωστό ένστικτο. Η φήμη
του (σ.σ. ευρίσκεται ακόμη στα επίπεδα της περασμένης περιόδου, όταν η
Ντόρτμουντ ήταν στο ίδιο επίπεδο με τη Ρεάλ Μαδρίτης και την Μπάγερν Μονάχου,
όπως απέδειξαν -παρά την ατυχή έκβασή τους- τόσο ο επαναληπτικός προημιτελικός
του Τσάμπιονς Λιγκ όσο και ο τελικός του κυπέλλου) δεν θα κινδυνεύσει από μια
δεύτερη μέτρια σεζόν, στη Βεστφαλία θα τον θυμούνται προ πάντων για τις μεγάλες
επιτυχίες του, ενώ η εύρεση νέας εργοδότριας δεν θα είναι δύσκολη, αφού στο
μεσοδιάστημα και οι βαθύπλουτοι ιδιοκτήτες των πιο μεγάλων συλλόγων έχουν γίνει
οπαδοί του Κλοπ.
Στη δημοσιογραφική διάσκεψη
της περασμένης Τετάρτης ο 48χρονος ήταν ο μόνος που έδειχνε απελευθερωμένος κι
εύθυμος. Το τέλος της σχέσης πλήττει την Μπορούσια πολύ περισσότερο απ’ ό,τι
τον εμβληματικό προπονητή της, τον οποίο τα γερμανικά Μ.Μ.Ε. επιδαψίλευσαν ότι εισχώρησε
στο DNA της και τη
σημάδεψε όσο ουδείς άλλος προπονητής ένα σύλλογο στην ιστορία της
Μπούντεσλιγκα!
Η παραίτηση Κλοπ απελευθερώνει
ψυχολογικά την ομάδα στην τελική ευθεία της περιόδου, επιτρέπει να μείνουν
αδιατάρακτα αρκετά (πρόσωπα και πράγματα) που θα έπρεπε να αλλάξουν, αν ο ίδιος
συνέχιζε επιχειρώντας ένα εντελώς καινούργιο ξεκίνημα (ένα δεύτερο 2008), αλλά
με μέτρο σύγκρισης τις πρότερες επιτυχίες του. Η διοίκηση της Ντόρτμουντ,
ωστόσο, θα δυσκολευτεί υπέρμετρα να βρει νέο πομπό αισιοδοξίας και ενέργειας
και να αναπληρώσει ό,τι συνολικά αντιπροσώπευε ο 48χρονος. Σε τελική ανάλυση, η
αληθινή αγάπη είναι σπάνια.
Δημοσιεύτηκε στη Σημερινή στις 19 Απριλίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου