Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Ζοζέ Μουρίνιο: Ο υπέρτατος εξολοθρευτής


Το trend της εποχής δεν ευνοεί την απαξίωση του Ζοζέ Μουρίνιο, ο οποίος το προηγούμενο Σάββατο έγινε ο τρίτος προπονητής (μετά τους Ερνστ Χάπελ και Ότμαρ Χίτσφελντ) που κατακτά με δύο συλλόγους το Τσάμπιονς Λιγκ. Στην ιστορία του ποδοσφαίρου ο Πορτογάλος θα καταχωρηθεί πιθανότατα ως ο διαχρονικά πιο αποτελεσματικός τεχνικός, όμως οι τίτλοι θα είναι μάλλον το μοναδικό παράσημο στο τέλος της διαδρομής του. Απλά, διότι το αγωνιστικό στιλ που πρεσβεύει αντιτάσσεται σε κάθε τι που έχει καταστήσει το ποδόσφαιρο ως το λαοφιλέστερο των αθλημάτων.

Η αλήθεια πονά, όταν την ακούει εκείνος που επίμονα προσπαθεί να την αποσιωπήσει. «Ο Λούι φαν Χάαλ με γνωρίζει καλά μόνον ως βοηθό του -τώρα θα με μάθει και ως προπονητή», σχολίασε ο 47χρονος πριν τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, ωστόσο η έκβαση της αναμέτρησης επιβεβαίωσε τον πάλαι ποτέ μέντορά του: «Εγώ φτιάχνω ομάδες που κερδίζουν με ελκυστικό, επιθετικό ποδόσφαιρο. Θέλω οι οπαδοί να με μνημονεύουν και γι’ αυτό, όχι μόνον για τους τίτλους. Δεν είμαι τόσο υλιστής. Αντιθέτως, ο Μουρίνιο φτιάχνει ομάδες με μοναδικό στόχο τη νίκη, ανεξαρτήτως τρόπου. Εξ ου και το έργο μου είναι πιο δύσκολο από το δικό του».
Το enfant terrible (τρομερό παιδί) μεταξύ των προπονητών στην Ευρώπη όμως ουδέποτε ενδιαφερόταν για την καθολική αποδοχή. «Ο Ιησούς επίσης δεν ήταν αγαπητός στους πάντες», είχε απαντήσει κάποτε κληθείς να σχολιάσει τη συμπεριφορά παλιόπαιδου και την πρόδηλη απόλαυσή του να έχει απέναντί του τους πάντες και να αποκρούει τις επιθέσεις-επικρίσεις τους. Αν όμως πρέπει να επιμείνουμε σε χριστιανικές έννοιες, ο Μουρίνιο είναι μάλλον ο… Αντίχριστος. Ακόμη κι όταν εμφανίζεται αίφνης απόλυτα φιλικός και χαμογελαστός, απλώς ενισχύει την υποψία πως έχει κατά νου ένα ιδιαίτερα σατανικό σχέδιο για την εξολόθρευση του αντιπάλου. Μετά από ένα δεκαετές δείγμα γραφής του Πορτογάλου ως πρώτου προπονητή αυτό δεν αποτελεί μομφή, αλλά πραγματικότητα.
Δημιουργική καταστροφή

Παραμερίζοντας τον αγιάτρευτο ναρκισσισμό, τη διαρκή αυτοπροβολή, την εκκεντρικότητα και την ηφαιστειακή εκρηκτικότητα ενός τύπου που -το αργότερο μετά το καλοκαίρι του 2004- θεωρεί πως ευρίσκεται στην κορυφή του Ολύμπου, ο 47χρονος είναι προ πάντων ένας από τους πιο ακριβείς αναλυτές στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Εντρυφεί όσο ελάχιστοι συνάδελφοί του στους μηχανισμούς της αντίπαλης ομάδας, προκειμένου να δει πώς λειτουργούν τα γρανάζια της.
Το σχέδιό του είναι πάντα ένα καταστροφικό, διότι υπέρτατος στόχος είναι η ανακάλυψη και το μπλοκάρισμα των κινητήριων μοχλών στο παιχνίδι των άλλων. Στις μεγαλύτερες επιδείξεις δημιουργικής καταστροφής του Μουρίνιο ανήκουν τα παιχνίδια της Ίντερ με την Μπαρσελόνα στην ημιτελική φάση του Τσάμπιονς Λιγκ. Ειδικά στον επαναληπτικό το θέαμα ήταν θλιβερό και συνάμα συναρπαστικό, αφού η Ίντερ έφτασε σε μία από τις πιο ριζοσπαστικές αμυντικές επιδόσεις σε αυτό το επίπεδο παραιτημένη ολοκληρωτικά της κατοχής μπάλας και αφιερωμένη πλήρως στην καταστροφή του παιχνιδιού των Καταλανών.
Δεν είναι τυχαίο πως ο Πορτογάλος πανηγύρισε εκείνη την ήττα-πρόκριση περισσότερο από κάθε τρόπαιο της καριέρας του μέχρι σήμερα. Αυτή είναι η επιτομή, το αριστούργημα της προπονητικής φιλοσοφίας του. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: το ποδόσφαιρο του Μουρίνιο δεν είναι ένα εκσυγχρονισμένο κατενάτσιο. Είναι πολύ πιο περίπλοκο απ’ αυτό. Οι δικές του Πόρτο, Τσέλσι και Ίντερ δεν είχαν μόνον τις καλύτερες άμυνες, αλλά και τις κορυφαίες επιθέσεις, όταν στέφθηκαν πρωταθλήτριες. Ο Μουρίνιο δεν ευαγγελίζεται την άμυνα-μπετόν, είναι ο προφήτης του ποδοσφαίρου αντεπιθέσεων. Οι ομάδες του καραδοκούν για τη στιγμή της αιφνίδιας επίθεσης, όταν ο αντίπαλος θα είναι ακόμη ανοργάνωτος μετά την απώλεια της κατοχής.
Ο 47χρονος σπάνια απειλεί με περισσότερους από τρεις παίκτες, η επιθετική πίεση στον αντίπαλο όμως ξεκινά από πολύ νωρίς. Στην Πόρτο ο Κοστίνια πίσω από τους δύο επιθετικούς δεν ήταν ούτε κρυφός κυνηγός ούτε οργανωτής, αλλά ο πρώτος αμυντικός. Ο Μουρίνιο δεν ενδιαφέρεται να έχει την μπάλα στα πόδια των παικτών του και να δημιουργεί: αρκείται στο να την αποσπά από τον αντίπαλο και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή να του κάνει τη ζημιά.
Ο τελικός στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» ήταν απλώς μια πρόγευση του μέλλοντος, αφού κατά πάσα βεβαιότητα ο Πορτογάλος θα συνεχίσει την καριέρα του στη Μαδρίτη. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί δημόσια ότι θέλει να προπονήσει τη Ρεάλ και η -προσφάτως όλο και πιο συχνά χρεοκοπημένη σε διεθνές επίπεδο- «βασίλισσα της Ευρώπης» είναι επίσης έτοιμη να αποδεχτεί -ως άλλος Φάουστ- αυτή τη συμφωνία με τον διάβολο, η οποία δεν υπόσχεται απαραίτητα ποδοσφαιρική απόλαυση, αλλά εγγυάται τίτλους.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Ζίντελαρ: Ο ήρωας του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1934


Η αλήθεια είναι πως το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 ήρθε υπερβολικά αργά για τη Wunderteam (ομάδα-θαύμα). Η αλήθεια είναι πως τα καλύτερα χρόνια της είχαν περάσει. Η αλήθεια είναι πως ο αρχηγός της είχε περάσει το ζενίθ της καριέρας του. Και η αλήθεια είναι πως το πλασάρισμα στην τέταρτη θέση ήταν μια μεγάλη απογοήτευση. Εντούτοις ο Ματίας Ζίντελαρ, ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που ανέδειξε ποτέ η Αυστρία, κατάφερε να αφήσει τη σφραγίδα του στη διοργάνωση.
Όσο μεγάλη είναι -ακόμη και σήμερα- η διαφωνία για τον χαρακτήρα, τα πολιτικά φρονήματά του και προ πάντων τον πρόωρο θάνατό του Ματίας Ζίντελαρ, τόσο απόλυτη είναι η συμφωνία για τις ποδοσφαιρικές αρετές του. Η κίνησή του έμοιαζε άυλη, απέφευγε τις σώμα με σώμα μονομαχίες. Προτεραιότητά του δεν ήταν η επίτευξη ενός τέρματος, ήθελε απλώς να παίζει -και είχε την ικανότητα. Σ’ ένα άθλημα, το οποίο στην εποχή του εξελίχθηκε σε μαζικό φαινόμενο, ο Αυστριακός σούπερ σταρ ήταν ένας από τους λόγους που οι θεατές κατέκλυζαν τα γήπεδα. Ήταν συνώνυμο του αυθεντικού θεάματος -τουλάχιστον στα καλύτερα ποδοσφαιρικά χρόνια του, στη διάρκεια των οποίων μετέτρεψε σε ευρωπαϊκές δυνάμεις τόσο την Αούστρια Βιέννης όσο και την εθνική Αυστρίας.

Ωστόσο, μέχρις ότου καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό, ο Ζίντελαρ δεν υπερπήδησε λιγοστά εμπόδια. Γεννήθηκε το 1903 στο τσεχικό χωριό Κόζλαου, στα τρία του μετακόμισε οικογενειακώς στην εργατική συνοικία της Βιέννης, Φαβορίτεν. Το 1917 ο πατέρας του (οικοδόμος) σκοτώθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (στο μέτωπο του Ισόνσο), συνεπώς από μικρή ηλικία ο Ζίντελαρ έπρεπε να υποστηρίξει τη μητέρα και τις τρεις αδελφές του ως μαθητευόμενος μηχανικός. Και ο δρόμος του ως ποδοσφαιριστής ήταν μετ’ εμποδίων: μικροκαμωμένος και εσωστρεφής ήταν δύσκολο να καθιερωθεί στις νεανικές ομάδες της Αούστρια Βιέννης. Το 1923 υπέστη ρήξη μηνίσκου πέφτοντας στην πισίνα, αλλά ευτυχώς η απαραίτητη εγχείριση πήγε άψογα χάρη στον ονομαστό γιατρό Δρα Χανς Σπίτσι. Έκτοτε ο Ματίας φορούσε πάντα επίδεσμο στο δεξιό γόνατο και από φόβο για νέο τραυματισμό απέφευγε ακόμη περισσότερο τη σωματική επαφή εντός του παιχνιδιού, με αποτέλεσμα να αποκτήσει το προσωνύμιο «ο χάρτινος».
Στην Αούστρια ο Ζίντελαρ εξελίχθηκε γοργά σε κορυφαίο παίκτη, προτού πάρει πολυάριθμες δελεαστικές προσφορές από συλλόγους όλης της Ευρώπης. Στην εθνική ομάδα μέτρησε 14 συμμετοχές, προτού το αφεντικό της ομοσπονδίας Χούγκο Μάισλ σταματήσει να τον καλεί (από το 1928 και μετά) ένεκα του εγωιστικού και άρρηκτα δεμένου με την μπάλα τρόπου παιχνιδιού του. Ο Ζίντελαρ παρέμεινε πιστός -από κάθε άποψη. Ως το τέλος της ζωής του δεν άλλαξε σύλλογο και δεν τροποποίησε το παραμικρό στο στιλ του. Η Αούστρια κατέκτησε δύο φορές (1933, 1936) το Mitropacup (προκάτοχο του Τσάμπιονς Λιγκ), η εθνική Αυστρίας έγινε η περίφημη “Wunderteam”, η οποία από το 1931 ως το 1933 κατέκτησε όλη την Ευρώπη, και ο Ζίντελαρ, ο οποίος κατόπιν λαϊκής απαίτησης φόρεσε ξανά το εθνόσημο το 1931, ο ιδιοφυής αρχηγός της.
Ο «πιασμένος» Έκλιντ

Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 στην Ιταλία οι προσδοκίες από την Αυστρία ήταν τεράστιες, αλλά ανέφικτες. Αρκετά αστέρια της είχαν υπερβεί το ζενίθ τους, ακόμη περισσότερα είχαν μετεγγραφεί στο εξωτερικό (συνεπώς δεν ήταν διαθέσιμα για το Μουντιάλ), πλείστοι διεθνείς είχαν τραυματιστεί, ενώ οι εξ αναβολής αγωνιστικές στο αυστριακό πρωτάθλημα έπρεπε να διεξαχθούν στη διάρκεια του τουρνουά. Εν συντομία: το Παγκόσμιο Κύπελλο ήρθε υπερβολικά αργά.
Η Γαλλία, μέχρι πρότινος παιχνιδάκι στα πόδια της “Wunderteam”, λίγο έλειψε να κάνει τη ζημιά στην πρεμιέρα. Μόλις στην παράταση κατάφερε η Αυστρία με πολλή δυσκολία να προκριθεί με 3-2, ο Ζίντελαρ πέτυχε το 1-0 και έφτιαξε το 3-2. Στο 2-1 επί της Ουγγαρίας η αποδεκατισμένη ομάδα έλαμψε για τελευταία φορά, προτού αποκλειστεί στα ημιτελικά από την Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι, σ’ έναν εκ των πλέον καταγέλαστων αγώνων στην ιστορία των Μουντιάλ.
Ο Σουηδός διαιτητής Ιβάν Έκλιντ (επίτιμος προσκεκλημένος στην οικία του Μουσουλίνι την προηγουμένη του αγώνα!) άνοιξε διάπλατα τον δρόμο της οικοδέσποινας προς τον τίτλο, αφού:
-στο 18’ έκλεισε προκλητικά τα μάτια στο εξόφθαλμο επιθετικό φάουλ στον Αυστριακό τερματοφύλακα Πλάτσερ (έχοντας μαζέψει στον αέρα την μπάλα μετά από σέντρα σπρώχθηκε από τους Ιταλούς Μεάτσα και Σκιάβιο, με αποτέλεσμα να προσγειωθεί με αυτήν εντός γραμμής) και κατακύρωσε το 1-0 που έμελλε να είναι το τελικό σκορ
-στην επανάληψη, σε μια σέντρα προς τον Τσίσεκ (ευρισκόταν ολομόναχος απέναντι στον Ιταλό τερματοφύλακα Κόμπι), έδιωξε ο ίδιος την μπάλα με κεφαλιά και
-σ’ όλο το παιχνίδι άφησε χωρίς κάρτα τον Μόντι, του οποίου τα μαρκαρίσματα απειλούσαν να στείλουν στο νοσοκομείο τον Ζίντελαρ!
Χρόνια αργότερα ο Έκλιντ αποδείχθηκε πως είχε δωροδοκηθεί, η Αυστρία όμως είχε αποκλειστεί και στο μικρό τελικό -χωρίς τον Ζίντελαρ και τον παρτενέρ του στην επίθεση Σαλ- είχε ηττηθεί 3-2 από τη Γερμανία. Σήμερα μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά: υπό δυσχερέστατες συνθήκες το φάντασμα της “Wunderteam” πέτυχε -προ πάντων χάρη στον Ζίντελαρ- το μέγιστο δυνατό. Στην Αυστρία, ωστόσο, ουδείς ήθελε να το αποδεχτεί. Σύντομα τα απογοητευμένα Μ.Μ.Ε. μετονόμασαν την «ομάδα-θαύμα» σε «ομάδα-σαβούρα».
Το «παιχνίδι-προσάρτησης»

Στις 3 Απριλίου 1938, τρεις εβδομάδες μετά τη βίαιη προσάρτηση της Αυστρίας στο Γερμανικό Βασίλειο, οι ναζιστές διοργάνωσαν παιχνίδι εθνικών ομάδων στη Βιέννη: η Ostmark (ανατολική παραμεθόρια περιοχή), όπως μετονομάστηκε η Αυστρία, εμφανίστηκε -κατόπιν επιθυμίας του 35χρονου αρχηγού της- με ερυθρόλευκες (αντί για ασπρόμαυρες) εμφανίσεις.
Ήταν εξ αρχής ανώτερη, ο Ζίντελαρ και οι άλλοι έχασαν τόσο επιδεικτικά κλασικές ευκαιρίες, ώστε όλο το στάδιο αντιλήφθηκε πως υπήρχε απαγόρευση νίκης επί των Γερμανών. Στα επίσημα και στις κερκίδες οι πολυάριθμοι ναζιστές αισθάνθηκαν τη χλεύη στο πετσί τους. Στην επανάληψη ο Ζίντελαρ άνοιξε το σκορ (πανηγυρίζοντάς το επιδεικτικά μπροστά στην κεντρική κερκίδα) και ο Σέστα διαμόρφωσε το τελικό 2-0 στο περίφημο «παιχνίδι προσάρτησης», το οποίο δεν εμφανίζεται στα επίσημα στατιστικά των δύο εθνικών ομάδων!
Σχεδόν δέκα μήνες αργότερα, στις 23 Ιανουαρίου 1939, ο Ζίντελαρ ήταν νεκρός. Βρέθηκε στο κρεβάτι του δίπλα στην αναίσθητη συμβία του, η οποία λίγο αργότερα απεβίωσε επίσης, χωρίς ουδέποτε να ξυπνήσει. Ατύχημα; Αυτοκτονία; Δολοφονία; Όλα μένουν σε επίπεδο εικοτολογίας. Δεν υφίσταται καν συμφωνία για το αν έχουν απολεσθεί όντως τα πρακτικά της έρευνας που φέρονται να χάθηκαν στη διάρκεια του πολέμου.
Ποιος ήταν ο Ματίας Ζίντελαρ; Ένας επαναστάτης, ο οποίος τα έβαλε με τους ναζιστές; Ένας μεροκαματιάρης, ο οποίος αγόρασε από έναν Εβραίο την καφετέρια στο πλαίσιο της «Αριοποίησης» των πάντων; Την απάντηση δίνει ο Αυστριακός συγγραφέας Άλφρεντ Πόλγκαρ: «Είχε μυαλό στα πόδια. Ενώ έτρεχε, συνελάμβανε κάτι αναπάντεχο, κάτι απροσδόκητο και το σουτ του στην αντίπαλη εστία ήταν τόσο επιτυχημένο όσο ένα κορυφαίο αστείο, το οποίο μόνο μέσα από τη μαεστρική δομή της ιστορίας, της οποίας αποτελούσε την κορωνίδα, μπορούσε να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί».
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Ιγουαΐν: Η «μικρή σφυρίχτρα» της Αργεντινής

Δεν έχουν περάσει πολλές εβδομάδες από τότε που ο 26χρονος Φεντερίκο Ιγουαΐν σκόραρε εις διπλούν για λογαριασμό της Γκοντόι Κρους στον αγώνα του αργεντινικού πρωταθλήματος με την Τούκουμαν. Μια εφημερίδα της Μαδρίτης άδραξε τότε την ευκαιρία και πρότεινε στον (τότε) προπονητή της Ρεάλ, Μάνουελ Πελεγκρίνι: «Τι θα έλεγες για ακόμη έναν Ιγουαΐν;» Ένα ερώτημα, το οποίο καταδείκνυε πως οι «μερένγκες» χρειάζονταν απαραιτήτως δύο παίκτες με την κλάση του Γκονσάλο Ιγουαΐν, προκειμένου να εκθρονίσουν την Μπαρσελόνα. Αυτό εν τέλει δεν συνέβη, ωστόσο ο 22χρονος Αργεντινός έκλεισε την αγωνιστική περίοδο έχοντας σκοράρει 27 τέρματα (σε 32 συμμετοχές), ήτοι ένα περισσότερο από τον ακριβοπληρωμένο Κριστιάνο Ρονάλντο!
Ο Φεντερίκο είναι αδελφός του Γκονσάλο. Το 2007/08 είχε επιχειρήσει το πρώτο υπερατλαντικό άλμα για λογαριασμό της Μπεσικτάς. Μολονότι η εν Τουρκία θητεία του αποδείχθηκε βραχύβια και αποτυχημένη, ο πατέρας Χόρχε δεν έπαψε να τρίβει τα μάτια του μπροστά στα επιτεύγματα των κανακάρηδών του: «Κάποια στιγμή πρέπει να κάνω ένα τεστ DNA. Από μένα είναι αδύνατον να κληρονόμησαν αυτό το ταλέντο».

Ο Χόρχε Ιγουαΐν υπήρξε αμυντικός. Μετά από θητεία σε διάφορους συλλόγους τερμάτισε την καριέρα του στη Γαλλία, όπου στις 10 Δεκεμβρίου 1987 γεννήθηκε ο Γκονσάλο (στη Βρετάνη). Ένεκα της τεράστιας μύτης του ο Χόρχε είχε αποκτήσει το παρατσούκλι “pipa”, δηλαδή σφυρίχτρα. Κατά συνέπεια, ο Γκονσάλο αποκόμισε το προσωνύμιο “pipita”, ήτοι η μικρή σφυρίχτρα, μολονότι η μύτη του δεν εντυπωσιάζει τόσο. Ίσως επειδή έχει κληρονομήσει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της μητέρας του -και όχι μόνον αυτά. «Η επιδεξιότητα είναι κληρονομημένη σίγουρα από τη μαμά, αυτή είναι η καλλιτέχνης», ομολογούν με μια φωνή οι αδελφοί Ιγουαΐν.
«Θυμίζει Μπατιστούτα»
Στις 3 Μαρτίου, στο Μόναχο, ο Γκονσάλο Ιγουαΐν πέτυχε το μοναδικό τέρμα της Αργεντινής στη νίκη επί της Γερμανίας. Ήταν μόλις το τέταρτο παιχνίδι του με το εθνόσημο, αφού για πολύ καιρό ο Ντιέγκο Μαραντόνα προσπερνούσε αδιάφορα (έως και περιφρονητικά) τις επιδόσεις του. Μόλις όμως η παρουσία της Αργεντινής στο προσεχές Παγκόσμιο Κύπελλο άρχισε να απειλείται, ο ομοσπονδιακός εκλέκτορας τον έριξε με τη μία στα βαθιά (στο προτελευταίο παιχνίδι της προκριματικής φάσης απέναντι στο Περού). Ο επιθετικός της Ρεάλ αποδείχθηκε δεινός κολυμβητής, αφού πέτυχε το 1-0.
«Ένα κολοσσιαίας σημασίας τέρμα», όπως παραδέχτηκε εκ των υστέρων ο Μαραντόνα. Η μακρά αναμονή άξιζε συνεπώς τον κόπο για τον Ιγουαΐν, τον οποίο ο Ρεϊμόν Ντομενέκ -εφοδιασμένος μ’ ένα γαλλικό διαβατήριο- είχε επιχειρήσει πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 να τον πείσει να φορέσει τη φανέλα της εθνικής Γαλλίας. Καίτοι είχε περάσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία (σ.σ. σήμερα δεν μιλά λέξη στη συγκεκριμένη γλώσσα), ο Ιγουαΐν αρνήθηκε. Και δικαιώθηκε! Σήμερα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής Αργεντινής στο πλευρό του Μέσι έχοντας περιορίσει σε ρόλο αναπληρωματικών επιθετικούς, όπως οι Κάρλος Τέβες και Σέρχιο Αγουέρο.
«Για τα 22 χρόνια του ο Γκονσάλο είναι πολύ ισορροπημένος. Μου θυμίζει τον Γκάμπριελ Μπατιστούτα, τόσο αποτελεσματικά που έχει μάθει να παίζει στο μεσοδιάστημα», ισχυρίζεται ο πρώην άσος της Στουτγάρδης και φιναλίστ του Μουντιάλ του 1990 Ζοσέ Μπαζουάλδο τονίζοντας ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες λέξεις. Διότι στο ξεκίνημα της καριέρας του στη Ρεάλ ο Ιγουαΐν εθεωρείτο μέγας χασογκόλης. Τον Ιανουάριο του 2007 οι Μαδριλένοι είχαν εμβάσει στη Ρίβερ Πλέιτ 13 εκατομμύρια ευρώ, ωστόσο ο 19χρονος τότε επιθετικός δεν δικαίωσε τις προσδοκίες ποθυ είχαν καλλιεργήσει τα 13 τέρματα σε 35 παιχνίδια πρωταθλήματος με τον αργεντινικό σύλλογο.
Σε πρώτη φάση, πρωτοσέλιδη έγινε μόνον η ανταλλαγή πυρών στο Μπουένος Άιρες, όταν χούλιγκανς της περιοχής επιτέθηκαν στα γραφεία της Ρίβερ απαιτώντας μερίδιο από την αποζημίωση για τη μετεγγραφή του Ιγουαΐν. Αίσθηση προκάλεσε επίσης και η απροκάλυπτη δήλωση του παίκτη: «Για να παίξω στη Ρεάλ, πρέπει να αφήσω στον πάγκο τον Ραούλ»!
Ντι Στέφανο: «Ξένο αυγό»!
Ένεκα πλειάδας τραυματισμών ο τότε τεχνικός των «μερένγκες» Φάμπιο Καπέλο χάρισε στον νεοφερμένο 19 συμμετοχές (13 στην ενδεκάδα) στο πρώτο εξάμηνό του στη Μαδρίτη, εκείνος ωστόσο συχνά σπαταλούσε τις καλύτερες ευκαιρίες. Αχίλλειος πτέρνα που δεν γιατρεύτηκε ούτε επί των ημερών του Μπερντ Σούστερ. Οι πενιχρές επιδόσεις του Αργεντινού σε συνδυασμό με την αδιαφορία για τα φυντάνια της Ρεάλ είχαν ωθήσει τον -καταγόμενο από το Ρίο ντε λα Πλάτα- επίτιμο πρόεδρο του συλλόγου Αλφρέδο ντι Στέφανο στην ιστορική ατάκα: «Είναι σαν να έχεις ορνιθοτροφείο στο σπίτι σου και να αγοράζεις αυγά από ξένους»!
Δύο γκολ σημείωσε όλα κι όλα στο πρώτο εξάμηνό του ο Ιγουαΐν, το ένα αποφασιστικής σημασίας: το νικητήριο στο 4-3 επί της Εσπανιόλ (Μάιος 2007) που επέτρεψε στη Ρεάλ να προσπεράσει στην τελική ευθεία την Μπαρσελόνα και ν’ αναδειχθεί πρωταθλήτρια. «Εκείνο το γκολ ήταν μια από τις μεγαλύτερες στιγμές της ζωής μου», παραδέχτηκε ο Αργεντινός, ο οποίος το 2008 σημείωσε τέσσερα τέρματα σε ένα παιχνίδι της Ρεάλ.
Στο μεσοδιάστημα ο δεξιοπόδαρος επιθετικός έχει γίνει βασικό γρανάζι στη μηχανή των «μερένγκες» -σκοράρει πλέον τακτικά και με το αριστερό. Έχει εξελιχθεί σ’ έναν γρήγορο, απέριττο, αλλά ψυχρό εκτελεστή. Τα τέρματά του δεν αποτελούν καλλιτεχνίες, όπως του συμπατριώτη του Μέσι, συχνά προκύπτουν από το πουθενά. «Είμαι ένας εργάτης, ένας μαχητής και δεν παραδίνομαι ποτέ», ισχυρίζεται ο Ιγουαΐν. Μόνον από αέρος δεν απειλεί συχνά. Η αδυναμία στο τελείωμα των φάσεων έχει εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό, όχι όμως πλήρως, όπως αποδείχθηκε στον επαναληπτικό αγώνα με τη Λιόν για τη φάση των 16 του Τσάμπιονς Λιγκ: προ κενής εστίας ο Ιγουαΐν σημάδεψε το δοκάρι. Οι Μαδριλένοι δεν έκαναν το 2-0, στην επανάληψη δέχτηκαν την ισοφάριση κι έμειναν εκτός διοργάνωσης.
Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, ο Μάριο Κέμπες, ο οποίος το 1978 οδήγησε με τα τέρματά του την «αλμπισελέστε» στον τίτλο, είναι βέβαιος: «Ο Ιγουαΐν έχει όλα τα προσόντα για να γίνει ο άσος στο μανίκι της Αργεντινής».
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Οι ήρωες του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1930 (Ουρουγουάη)


Μολονότι το πρώτιστο Παγκόσμιο Κύπελλο κατέληξε στην Ουρουγουάη του σούπερ σταρ Χοσέ Λεάντρο Αντράντε, ιστορία στην παρθενική διοργάνωση έγραψε ένας άλλος παίκτης: ο Γκιγέρμο Στάμπιλε. Ο Αργεντινός επιθετικός αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του τουρνουά επιτυγχάνοντας μόλις σε τέσσερα παιχνίδια τα οκτώ από τα συνολικά 14 τέρματα της ομάδας του.
Στα νιάτα του ο Στάμπιλε ήταν παθιασμένος αθλητής του στίβου. Έκανε τα 100 μέτρα σε 11’’ και η ταχύτητά του έμελλε να αποδειχθεί πλεονέκτημα, όταν στράφηκε στο ποδόσφαιρο. Έκανε τα πρώτα βήματά του στον επαρχιακό σύλλογο Σπορτίβο Μέταν και ακολούθως μεταπήδησε στην Ουρακάν, όχι ακριβώς την κορυφαία ομάδα του Μπουένος Άιρες.

Ένεκα τεχνικής υστέρησης αρχικά έπαιζε αριστερά, όμως ο τραυματισμός του βασικού επιθετικού της ομάδας τον έφερε μέσα στην περιοχή, όπου το αστέρι του έλαμψε χάρη στην ευλυγισία και στο σκληρό, αλλά ακριβές σουτ του. Ενώ οι πιο τεχνίτες συμπαίκτες του τραβούσαν τους αντιπάλους στις πλαϊνές γραμμές, ο Σταμπίλε ριχνόταν στα κενά που δημιουργούνταν και αξιοποιούσε με κρύο αίμα τις πάσες τους. Το συγκεκριμένο αγωνιστικό στιλ του χάρισε το παρατσούκλι “El Filtrador”, αυτός που περνά μέσα από το φίλτρο.
Με 48 γκολ στην πρώτη του σεζόν στην Ουρακάν αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στην Αργεντινή, ωστόσο η καθιέρωση στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα άργησε κάπως. Στην Ολυμπιάδα του 1928 στο Άμστερνταμ, οδήγησε τους «γκαούτσος» με τα τέρματά του ως τα ημιτελικά, όμως για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930 ο Φραντσίσκο Ολάθαρ έκανε τα σχέδιά του χωρίς τον φτεροπόδαρο επιθετικό. Μόνο μετά το εναρκτήριο παιχνίδι κόντρα στη Γαλλία (1-0) άλλαξε γνώμη ο Αργεντινός εκλέκτορας και πόνταρε στον Στάμπιλε. Ο τελευταίος σκόραρε σχεδόν κατά βούληση, ωστόσο -παρά το τέρμα του στον τελικό- η Αργεντινή ηττήθηκε 4-2 από την Ουρουγουάη.
Άτυχος στην Ιταλία
Μέσω του Μουντιάλ ο Στάμπιλε έφτασε στη διεθνή αναγνώριση και καταξίωση. Μέχρι το 1930 ήταν αυθεντικός ερασιτέχνης, εν συνεχεία ακολούθησε τη συμβουλή ενός φίλου και μεταπήδησε στην Ιταλία. Ωστόσο στη θητεία του σε Τζένοα και Νάπολι δεν ευτύχησε, διαρκώς τον έριχναν πίσω διάφοροι τραυματισμοί. Εν τέλει το 1936 μετεγγράφηκε στη Γαλλία και δη στην Ολιμπίκ Παρί, στην οποία το 1939 τερμάτισε την καριέρα του.
Με το ξεκίνημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στάμπιλε επέστρεψε στην πατρίδα του και ξεκίνησε καριέρα προπονητή. Από το 1939 ως το 1958 καθώς και το 1960 ήταν ομοσπονδιακός εκλέκτορας οδηγώντας τους «γκαούτσος» σε έξι θριάμβους στο Κόπα Αμέρικα. Ωστόσο ήταν επιτυχημένος και παραπλεύρως των αγωνιστικών χώρων. Χάρη στο χάρισμά του έγινε εκατομμυριούχος ως έμπορος και ανήλθε στην υψηλή κοινωνία του Μπουένος Άιρες. Όταν στις 27 Δεκεμβρίου 1966 απεβίωσε στην πρωτεύουσα της Αργεντινής, η κηδεία του ήταν αντάξια κυβερνητικού παράγοντα, σε πλήρη αντίθεση με το μεγάλο αντίπαλό του στο Μουντιάλ του 1930, Χοσέ Λεάντρο Αντράντε. Μετά τον τερματισμό της καριέρας του ο εύθυμος Ουρουγουανός επιχείρησε ανεπιτυχώς να σταδιοδρομήσει ως τραγουδιστής και χορευτής. Πέθανε πάμπτωχος και απομονωμένος το 1957 στο Μοντεβίδεο.

Ο “mago” Έκτορ Σκαρόνε (Ουρουγουάη)
Ένα από τα σημεία αναφοράς της μεγάλης ομάδας της Ουρουγουάης, η οποία αναδείχθηκε Ολυμπιονίκης το 1924 και το 1928 και κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930, ανήκε στον επιθετικό Έκτορ Σκαρόνε. Για τον μάγο από Μοντεβίδεο, μία από τις μεγαλύτερες αγωνιστικές φυσιογνωμίες της πατρίδας του, ο θρίαμβος της 30ής Ιουλίου 1930 στο σχεδόν 90.000 θεατών χωρητικότητας στάδιο «Σεντενάριο» ήταν η κορωνίδα της καριέρας του.
Ο Σκαρόνε δεν ήταν αλήθεια άγνωστος στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, όταν έλαβε χώρα το πρώτιστο Μουντιάλ. Με αυτόν στις τάξεις της η «σελέστε» είχε θριαμβεύσει σε δύο συναπτές Ολυμπιάδες: το 1924 στο Παρίσι και το 1928 στο Άμστερνταμ. Στην Ολλανδία μάλιστα ο μάγος από το Μοντεβίδεο είχε περάσει στην αθανασία, όταν στον επαναληπτικό τελικό είχε πετύχει με βολέ το νικητήριο τέρμα στο 2-1 επί της Αργεντινής, ο τερματοφύλακας της οποίας (Μπόσιο) θρυλείται πως έκανε άλμα για να αποκρούσει την μπάλα, μόνο αφ’ ότου αυτή είχε σπαρταρίσει στα δίχτυα του.
Ο μέγας ποδοσφαιρικός φιλόσοφος της Ουρουγουάης, Εντουάρντο Γκαλέανο, περιέγραψε το παιχνίδι του Σκαρόνε με τις κατάλληλες λέξεις: «Έδινε τις πάσες του τόσο θαυμάσια σαν να μοίραζε δώρα. Κατόρθωνε αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας να αιωρείται στον αέρα». Σε συνδυασμό με τον ιδιοφυή παρτενέρ του στην επίθεση, Πέδρο Κέα, έθετε τις αντίπαλες άμυνες προ ανεπίλυτων γρίφων.
31 διεθνή γκολ
Στο εγχώριο Μουντιάλ ο γεννηθείς το 1898 Σκαρόνε έπρεπε αρχικά να φανεί υπομονετικός: μόλις στο τρίτο παιχνίδι του ομίλου, απέναντι στη Ρουμανία, έκανε την πρώτη του εμφάνιση και αμέσως σκόραρε για το 4-0 της Ουρουγουάης. Έμελλε να είναι το μοναδικό τέρμα του στη συγκεκριμένη διοργάνωση, ένα από τα συνολικά 31 που μέχρι σήμερα αποτελούν ρεκόρ για την εθνική ομάδα, ωστόσο ακολούθως δεν έλειψε από άλλο παιχνίδι.
Ο ημιτελικός απέναντι στη Γιουγκοσλαβία έληξε με το θριαμβευτικό 6-1, στον τελικό ευρισκόταν ξανά η Αργεντινή, η αιώνια αντίπαλος από την αντίπερα όχθη των εκβολών του Λα Πλάτα. Το «Σεντενάριο» ήταν κατάμεστο, δεκαπέντε πλοιάρια θρυλείται πως ξεκίνησαν από το Μπουένος Άιρες για να διασχίσουν το μέγα ποταμό. Στο λιμάνι και στην είσοδο του σταδίου οι θεατές ελέγχονταν για όπλα -κατόπιν σχετικής απαίτησης του Βέλγου διαιτητή Τζον Λάνγκενους. Και οι δύο αντίπαλοι συνεισέφεραν στη δραματουργία της υπόθεσης: αδυνατώντας να συμφωνήσουν για την μπάλα του αγώνα, συμβιβάστηκαν στη χρήση μιας αργεντινικής κατασκευής στο πρώτο ημίχρονο και μιας ουρουγουανικής στην επανάληψη!
Στο ημίχρονο οι Αργεντινοί προηγούνταν 2-1, μετά την ανάπαυλα όμως η «σελέστε» του μάγου Σκαρόνε, του ιδιοφυούς Χοσέ Αντράντε και -τότε θεωρούμενου ως κορυφαίου αμυντικού στον κόσμο- Χοσέ Ναζάτσι γύρισε το παιχνίδι, θριάμβευσε 4-2. Έχοντας εξελιχθεί σε παίκτη παγκόσμιας κλάσης στη Νασιονάλ Μοντεβίδεο, ο Σκαρόνε συνέχισε την καριέρα του στην Ιταλία, όπου επί μια τριετία μάγεψε με τη φανέλα των Παλέρμο και Ίντερ. Ακολούθως επέστρεψε στην ομάδα της γενέτειράς του, στην οποία έμεινε πιστός ως το 1938. Ο Σκαρόνε, ο οποίος τη δεκαετία του 50 έψαξε την τύχη του ως προπονητής μεταξύ άλλων και στον πάγκο της Ρεάλ, απεβίωσε το 1967 στο Μοντεβίδεο.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ