Το trend της εποχής δεν ευνοεί την απαξίωση του Ζοζέ Μουρίνιο, ο οποίος το προηγούμενο Σάββατο έγινε ο τρίτος προπονητής (μετά τους Ερνστ Χάπελ και Ότμαρ Χίτσφελντ) που κατακτά με δύο συλλόγους το Τσάμπιονς Λιγκ. Στην ιστορία του ποδοσφαίρου ο Πορτογάλος θα καταχωρηθεί πιθανότατα ως ο διαχρονικά πιο αποτελεσματικός τεχνικός, όμως οι τίτλοι θα είναι μάλλον το μοναδικό παράσημο στο τέλος της διαδρομής του. Απλά, διότι το αγωνιστικό στιλ που πρεσβεύει αντιτάσσεται σε κάθε τι που έχει καταστήσει το ποδόσφαιρο ως το λαοφιλέστερο των αθλημάτων.
Η αλήθεια πονά, όταν την ακούει εκείνος που επίμονα προσπαθεί να την αποσιωπήσει. «Ο Λούι φαν Χάαλ με γνωρίζει καλά μόνον ως βοηθό του -τώρα θα με μάθει και ως προπονητή», σχολίασε ο 47χρονος πριν τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, ωστόσο η έκβαση της αναμέτρησης επιβεβαίωσε τον πάλαι ποτέ μέντορά του: «Εγώ φτιάχνω ομάδες που κερδίζουν με ελκυστικό, επιθετικό ποδόσφαιρο. Θέλω οι οπαδοί να με μνημονεύουν και γι’ αυτό, όχι μόνον για τους τίτλους. Δεν είμαι τόσο υλιστής. Αντιθέτως, ο Μουρίνιο φτιάχνει ομάδες με μοναδικό στόχο τη νίκη, ανεξαρτήτως τρόπου. Εξ ου και το έργο μου είναι πιο δύσκολο από το δικό του».
Το enfant terrible (τρομερό παιδί) μεταξύ των προπονητών στην Ευρώπη όμως ουδέποτε ενδιαφερόταν για την καθολική αποδοχή. «Ο Ιησούς επίσης δεν ήταν αγαπητός στους πάντες», είχε απαντήσει κάποτε κληθείς να σχολιάσει τη συμπεριφορά παλιόπαιδου και την πρόδηλη απόλαυσή του να έχει απέναντί του τους πάντες και να αποκρούει τις επιθέσεις-επικρίσεις τους. Αν όμως πρέπει να επιμείνουμε σε χριστιανικές έννοιες, ο Μουρίνιο είναι μάλλον ο… Αντίχριστος. Ακόμη κι όταν εμφανίζεται αίφνης απόλυτα φιλικός και χαμογελαστός, απλώς ενισχύει την υποψία πως έχει κατά νου ένα ιδιαίτερα σατανικό σχέδιο για την εξολόθρευση του αντιπάλου. Μετά από ένα δεκαετές δείγμα γραφής του Πορτογάλου ως πρώτου προπονητή αυτό δεν αποτελεί μομφή, αλλά πραγματικότητα.
Δημιουργική καταστροφή
Παραμερίζοντας τον αγιάτρευτο ναρκισσισμό, τη διαρκή αυτοπροβολή, την εκκεντρικότητα και την ηφαιστειακή εκρηκτικότητα ενός τύπου που -το αργότερο μετά το καλοκαίρι του 2004- θεωρεί πως ευρίσκεται στην κορυφή του Ολύμπου, ο 47χρονος είναι προ πάντων ένας από τους πιο ακριβείς αναλυτές στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Εντρυφεί όσο ελάχιστοι συνάδελφοί του στους μηχανισμούς της αντίπαλης ομάδας, προκειμένου να δει πώς λειτουργούν τα γρανάζια της.
Το σχέδιό του είναι πάντα ένα καταστροφικό, διότι υπέρτατος στόχος είναι η ανακάλυψη και το μπλοκάρισμα των κινητήριων μοχλών στο παιχνίδι των άλλων. Στις μεγαλύτερες επιδείξεις δημιουργικής καταστροφής του Μουρίνιο ανήκουν τα παιχνίδια της Ίντερ με την Μπαρσελόνα στην ημιτελική φάση του Τσάμπιονς Λιγκ. Ειδικά στον επαναληπτικό το θέαμα ήταν θλιβερό και συνάμα συναρπαστικό, αφού η Ίντερ έφτασε σε μία από τις πιο ριζοσπαστικές αμυντικές επιδόσεις σε αυτό το επίπεδο παραιτημένη ολοκληρωτικά της κατοχής μπάλας και αφιερωμένη πλήρως στην καταστροφή του παιχνιδιού των Καταλανών.
Δεν είναι τυχαίο πως ο Πορτογάλος πανηγύρισε εκείνη την ήττα-πρόκριση περισσότερο από κάθε τρόπαιο της καριέρας του μέχρι σήμερα. Αυτή είναι η επιτομή, το αριστούργημα της προπονητικής φιλοσοφίας του. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: το ποδόσφαιρο του Μουρίνιο δεν είναι ένα εκσυγχρονισμένο κατενάτσιο. Είναι πολύ πιο περίπλοκο απ’ αυτό. Οι δικές του Πόρτο, Τσέλσι και Ίντερ δεν είχαν μόνον τις καλύτερες άμυνες, αλλά και τις κορυφαίες επιθέσεις, όταν στέφθηκαν πρωταθλήτριες. Ο Μουρίνιο δεν ευαγγελίζεται την άμυνα-μπετόν, είναι ο προφήτης του ποδοσφαίρου αντεπιθέσεων. Οι ομάδες του καραδοκούν για τη στιγμή της αιφνίδιας επίθεσης, όταν ο αντίπαλος θα είναι ακόμη ανοργάνωτος μετά την απώλεια της κατοχής.
Ο 47χρονος σπάνια απειλεί με περισσότερους από τρεις παίκτες, η επιθετική πίεση στον αντίπαλο όμως ξεκινά από πολύ νωρίς. Στην Πόρτο ο Κοστίνια πίσω από τους δύο επιθετικούς δεν ήταν ούτε κρυφός κυνηγός ούτε οργανωτής, αλλά ο πρώτος αμυντικός. Ο Μουρίνιο δεν ενδιαφέρεται να έχει την μπάλα στα πόδια των παικτών του και να δημιουργεί: αρκείται στο να την αποσπά από τον αντίπαλο και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή να του κάνει τη ζημιά.
Ο τελικός στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» ήταν απλώς μια πρόγευση του μέλλοντος, αφού κατά πάσα βεβαιότητα ο Πορτογάλος θα συνεχίσει την καριέρα του στη Μαδρίτη. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί δημόσια ότι θέλει να προπονήσει τη Ρεάλ και η -προσφάτως όλο και πιο συχνά χρεοκοπημένη σε διεθνές επίπεδο- «βασίλισσα της Ευρώπης» είναι επίσης έτοιμη να αποδεχτεί -ως άλλος Φάουστ- αυτή τη συμφωνία με τον διάβολο, η οποία δεν υπόσχεται απαραίτητα ποδοσφαιρική απόλαυση, αλλά εγγυάται τίτλους.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ